✨ Ιστορία 3 — Η Φωτεινή Πέτρα στο Παλιό Μονοπάτι¶

Ένα πρωινό, ο ήλιος μόλις είχε σηκωθεί και η λιμνούλα έλαμπε σαν ασημένιος καθρέφτης. Τα ψαράκια… χοροπηδούσαν πιο ζωηρά από ποτέ. Έκαναν μικρές σπινθηροβόλες κινήσεις, και μάλιστα δύο από αυτά ανέβηκαν στην επιφάνεια και έκαναν έναν τέλειο μικρό κύκλο.
Ο Τιμόθεος πλησίασε και χαμογέλασε.
«Καλημέρα, μικρά μου! Τι έχετε σήμερα;»
Ο Ερμής όμως, με τη μαγκούρα στο χέρι, έσκυψε λίγο πιο κοντά. Τα μάτια του στένεψαν, σαν κάτι να παρατηρούσε.
«Αυτή η κίνηση…» μουρμούρισε. «Μου θυμίζει κάτι παλιό. Κάτι που είχα δει όταν ήμουν μικρός.»
Ο Πίθηκος, φυσικά, πήδηξε από ένα κλαδί και προσγειώθηκε μέσα σε έναν θάμνο με θόρυβο.
«Τι θυμίζει; Μήπως πρωινό; Γιατί πεινάω!»
Ο Ερμής χαμογέλασε.
«Όχι, όχι. Μου θυμίζει… κάλεσμα.»
Τα ζώα κοίταξαν τον ελέφαντα με ενθουσιασμό και λίγο δέος.
«Κάλεσμα για τι;» ρώτησε το Ελαφάκι τεντώνοντας τα αυτιά του.
Ο Ερμής στήριξε τη μαγκούρα στο έδαφος.
«Παλιά, πολύ παλιά, υπήρχε ένα μονοπάτι στο δάσος. Ένα μονοπάτι που πήγαινε σε μέρη πιο παλιά κι από εμένα. Εκεί υπήρχε μια πέτρα… μια Πέτρα που έλαμπε όταν κάτι σημαντικό πλησίαζε.»
Ο Τιμόθεος τίναξε την ουρά του ενθουσιασμένος.
«Πέτρα που… λάμπει; Δηλαδή σαν τους παπαγάλους μας το πρωί;»
«Όχι τόσο θορυβώδη,» είπε η Χελώνα χαμογελώντας. «Αλλά ίσως πιο έξυπνη.»
Τα ψαράκια έκαναν πάλι τον ίδιο κύκλο.
Ο Ερμής αναστέναξε.
«Νομίζω ότι ήρθε η ώρα να ξαναδούμε το παλιό μονοπάτι.»
Η παρέα ξεκίνησε. Περνούσαν μέσα από σκιερές γωνιές του δάσους που δεν πήγαιναν συχνά.
Ο Πίθηκος παντού—σε κλαδιά, σε κορμούς, σε χωμάτινες λακκούβες. Οι Παπαγάλοι πετούσαν πάνω από τα κεφάλια τους σαν ιππική συνοδεία. Το Ελαφάκι προχωρούσε γρήγορα και ύστερα γύριζε πίσω με χαρά. Η Χελώνα ακολουθούσε σιγά, αλλά όλοι σταματούσαν για εκείνη.
«Να τα παιδιά μου!» έλεγε ο Πίθηκος, «πάλι σταματήσαμε για την πιο αργή!»
«Να είσαι ευγενικός,» είπε ο Τιμόθεος αγγίζοντας τον πίθηκο με την ουρά του. «Κάποια στιγμή θα μας σώσει με την παρατηρητικότητά της.»
Η Χελώνα χαμογέλασε περήφανα.
Και τότε… πίσω από δύο χοντρά δέντρα, φάνηκε μια μεγάλη πέτρα. Σαν κομμάτι του φεγγαριού πεσμένο στη γη.
Και έλαμπε.
Απαλά. Σαν να ανέπνεε.
«Η Πέτρα της Λάμψης…» ψιθύρισε ο Ερμής.
Ξαφνικά η πέτρα έκανε «πινγκ!» Σαν να χτύπησε κάτι μικρό το εσωτερικό της.
Και πίσω από την πέτρα… ξεπρόβαλε ένα μικρό, στρογγυλό πλάσμα με μεγάλα αυτιά και μαλακό γουνάκι.
Ένα μικρό λωτοποντικάκι.
«Γεια σας…» είπε τρομαγμένο. «Εγώ… ε… κοιμόμουν πίσω από την πέτρα. Δεν ήθελα να σας τρομάξω.»
«Α, όχι!» φώναξε ο Πίθηκος. «Εσύ μας τρόμαξες; Εμείς τρομάξαμε εσένα!»
Το λωτοποντικάκι χαλάρωσε λίγο.
«Με λένε Λότο. Μένω μόνος μου εδώ… γιατί αυτή η πέτρα με κάνει να νιώθω ασφαλής.»
Ο Τιμόθεος πλησίασε.
«Γεια σου Λότο! Θες να γίνεις φίλος μας;»
Το πλάσμα χαμογέλασε με τα μικρά, λευκά δοντάκια του.
«Ναι… νομίζω πως θέλω.»
Η πέτρα έκανε ξανά ένα απαλό «πινγκ». Σα να συμφωνούσε.
Ο Ερμής την κοίταξε προσεκτικά.
«Αυτή η πέτρα φίλοι μου… δεν είναι απλή. Κάτι μας λέει. Ίσως κάτι αλλάζει στο δάσος. Κάτι καλό.»
Το λωτοποντικάκι ήρθε μαζί τους. Όταν έφτασαν πίσω στη λιμνούλα, τα ψαράκια χορεύανε σαν ποτέ άλλοτε.
Ο Λότο τα κοίταξε με θαυμασμό.
«Ουάου… δεν έχω ξαναδεί κάτι τόσο όμορφο.»
«Καλωσόρισες σπίτι,» είπε ο Τιμόθεος.
Ο Ερμής έγειρε προς το νερό. Η μαγκούρα του έκανε έναν μικρό ήχο καθώς την ακούμπησε στο χώμα.
«Ξέρετε…» είπε με τη σοφία που τον χαρακτήριζε «…μερικές φορές το δάσος μάς φέρνει αυτούς που χρειάζεται. Και ίσως, Λότο, να ήσουν ένας από αυτούς.»
Το λωτοποντικάκι κοκκίνισε. Τα ψαράκια έκαναν ξανά μικρές φωτεινές δίνες.
Και έτσι, μια νέα μέρα ξημέρωσε στη Λιμνούλα — και η παρέα απέκτησε έναν καινούργιο φίλο.