Μετάβαση στο περιεχόμενο

🌑 Ιστορία 4 — Ο Ήλιος που Έλειψε για Μια Μέρα

Ο Ήλιος που Έλειψε

Το πρωινό ξεκίνησε περίεργα στο Δάσος της Λιμνούλας.

Ο Τιμόθεος ήταν ο πρώτος που ξύπνησε. Άνοιξε τα μάτια του, τεντώθηκε… και τότε κατάλαβε κάτι παράξενο.

«Ερμή…;» φώναξε απαλά. «Ε… νομίζω πως έχει σκοτεινιάσει λίγο.»

Ο Ερμής πλησίασε στη λιμνούλα, ακουμπώντας τη μαγκούρα στο έδαφος. Τα ψαράκια δεν χόρευαν. Κρυβόντουσαν κάτω από το νερό.

«Αυτό… δεν μου αρέσει,» είπε ο ελέφαντας.

Ο Λότο, που είχε έρθει μαζί τους από την προηγούμενη μέρα, ήταν κουλουριασμένος πίσω από μια ρίζα. Σήκωσε το μικρό κεφάλι του και ψιθύρισε:

«Η… Η Φωτεινή Πέτρα… μου φαίνεται σαν να ζεστάθηκε στη διάρκεια της νύχτας.»

Ο Τιμόθεος γούρλωσε τα μάτια.

«Δηλαδή… κάνει κι αυτή κάτι;»

Ο Ερμής έσκυψε και άγγιξε την πέτρα. Όντως ήταν πιο ζεστή από χθες.

«Φίλοι μου,» είπε σκεφτικός, «ο κόσμος μας αλλάζει. Κάποια δύναμη βρίσκεται κοντά.»

Τότε ακούστηκε ένα μακρινό, βαρύ βρόντηγμα.

ΜΠΟΥΦ! ΜΠΡΟΥΦ!

Ο Πίθηκος ανέβηκε τρομαγμένος πάνω σε ένα κλαδί.

«Ε! Αυτό δεν είναι τυχαίος ήχος! Κάτι μεγάλο… ΠΟΛΥ μεγάλο… έρχεται!»

Οι Παπαγάλοι εμφανίστηκαν από ψηλά πετώντας γρήγορα.

«Ερμή! Πρέπει να έρθετε! Εντοπίσαμε μια νέα φωλιά λίγο πιο έξω από το δάσος! Φτιαγμένη από… ΦΩΤΕΙΝΕΣ πέτρες!»

Ο Ερμής ανασηκώθηκε.

«Φωτεινές… σαν τη δική μας πέτρα;»

Οι παπαγάλοι κούνησαν έντονα τα φτερά τους.

«ΝΑΙ! Και λάμπουν τόσο δυνατά… που διώχνουν τον ήλιο!»

Το Ελαφάκι έκανε ένα βήμα πίσω.

«Διώχνουν… τον ήλιο;»

Ο Τιμόθεος πήρε μια βαθιά ανάσα.

«Πρέπει να το δούμε. Όλοι μαζί.»

Ο Ερμής χαμογέλασε λίγο.

«Κι εσύ, Λότο… θέλεις να έρθεις;»

Ο Λότο κατάπιε. Τον φόβιζαν οι δυνατοί ήχοι. Αλλά ήθελε να αποδείξει στην παρέα ότι μπορεί να σταθεί δίπλα τους.

«Ε… ναι. Θέλω να προσπαθήσω.»

Το μονοπάτι τους οδήγησε σε μια μεγάλη, βραχώδη περιοχή κοντά στην άκρη του δάσους.

Κι εκεί… είδαν κάτι εκπληκτικό.

Μια φωλιά από γυαλιστερές, παλλόμενες πέτρες που έβγαζαν τόσο έντονο φως που οι σκιές των δέντρων γύρω τους είχαν ΚΑΤΑΠΙΕΙ τον πρωινό ήλιο.

Ο Πίθηκος σήκωσε το χέρι του μπροστά στα μάτια του.

«Αχ! Δεν βλέπω τίποτα! Είναι σαν δεύτερος ήλιος!»

Και τότε…

Από τη φωλιά βγήκε ένα μεγάλο, δυνατό αγριογούρουνο.

Το τρίχωμά του ήταν σκούρο καφέ. Τα μάτια του έξυπνα. Και η φωνή του βροντερή.

«ΠΟΙΟΣ πλησιάζει τη φωλιά μου; Οι πέτρες μου δεν θα τις πάρει κανείς! Είναι δικές μου!»

Ο Τιμόθεος στάθηκε μπροστά με θάρρος — αλλά όχι επιθετικά.

«Δεν θέλουμε να σου πάρουμε τίποτα! Απλώς αναρωτιόμαστε… γιατί λάμπουν τόσο πολύ; Το δάσος μας σκοτείνιασε!»

Το αγριογούρουνο χτύπησε το πόδι του στο έδαφος. Το φως έγινε ακόμα πιο δυνατό.

«Οι πέτρες αυτές με προστατεύουν! Και δεν θέλω ΚΑΝΕΝΑΝ γύρω από το σπίτι μου!»

Ο Λότο έκανε ένα μικρό βήμα μπροστά. Τρεμάμενος. Αλλά αποφασισμένος.

«Σ…συγγνώμη…» είπε. «Α-αλλά… οι πέτρες σου… μοιάζουν με τη δική μας. Αν… αν λάμπουν πολύ… μπορεί να πληγώσουν τα ψαράκια της λιμνούλας μας. Και… εμείς… εμείς δεν θέλουμε να σε ενοχλήσουμε… Απλώς… θέλουμε να είμαστε φίλοι.»

Το αγριογούρουνο σταμάτησε.

Κοίταξε το μικρό λωτοποντικάκι. Κοίταξε και τον Τιμόθεο. Και την πέτρα του Ερμή που έβγαζε μια απαλή λάμψη.

«Οι… πέτρες σας… μοιάζουν με τις δικές μου,» είπε πιο ήρεμα.

«Είναι… συγγενείς.»

Ο Ερμής γούρλωσε τα μάτια.

«Συγγενείς;»

«Ναι,» είπε το αγριογούρουνο. «Εγώ λέγομαι Άργκος. Και αυτές οι πέτρες… μεγαλώνουν όπου υπάρχει αρχαία μαγεία. Αν τις χρησιμοποιώ όλες μαζί… λάμπουν πολύ. Αν όμως τις μοιραστώ… γίνονται πιο ήρεμες.»

Ο Τιμόθεος χαμογέλασε.

«Δηλαδή… μπορούμε να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλο;»

Το αγριογούρουνο χαμήλωσε το κεφάλι.

«Ίσως… αν μου δείξετε ότι το δάσος σας χωρά κι εμένα.»

Ο Πίθηκος φώναξε:

«Ε, σίγουρα χωρά! Χωράει ακόμη και τον Ερμή — και είναι τεράστιος!»

Ο Ερμής ροθχχχ… γέλασε.

Ο Άργκος χαμογέλασε για πρώτη φορά.

Ο Άργκος πήρε τρεις μεγάλες, φωτεινές πέτρες και τις αφαίρεσε από τη φωλιά. Το φως έγινε πιο μαλακό. Ο ήλιος ξαναφάνηκε.

«Ευχαριστώ,» είπε το Ελαφάκι σιγανά. «Θα μπορούσε να έχει γίνει ζημιά στο δάσος.»

Ο Άργκος ένευσε.

«Τώρα που σας γνώρισα… ίσως να σας ξαναδώ.»

Ο Λότο τον κοίταξε με θαυμασμό.

«Χαίρομαι που… δεν φοβήθηκα πολύ.»

Ο Τιμόθεος του έδωσε ένα χτύπημα στην πλάτη.

«Ήσουν καταπληκτικός! Έκανες το πιο δύσκολο βήμα από όλους.»

Ο Ερμής κράτησε την Φωτεινή Πέτρα του παλιού μονοπατιού και την έφερε κοντά στις πέτρες του Άργκος.

Οι δύο λάμψεις… ένωσαν για μια στιγμή τα φώτα τους. Σαν να χαιρετούσαν η μία την άλλη.

Ο Ερμής ψιθύρισε:

«Κάτι πολύ παλιό ξυπνάει σε αυτό το δάσος.»

Και όλοι οι φίλοι κοίταξαν ο ένας τον άλλο.

Με θαυμασμό. Με δέος. Με λίγη αγωνία.

Αλλά και με μεγάλη ζεστασιά.

Γιατί τώρα ήξεραν… ότι το δάσος έχει πολλά μυστικά — και πολλά πλάσματα που περιμένουν να τα γνωρίσουν.