Μετάβαση στο περιεχόμενο

🌟 Ιστορία 6 — «Το Μυστικό Παρελθόν του Τιμόθεου»

Το Μυστικό Παρελθόν

Το πρωινό στη Λιμνούλα έμοιαζε όπως όλα τα άλλα: ο Πίθηκος είχε ήδη ανέβει στο πιο ψηλό κλαδί, το Ελαφάκι έκανε μικρές κυκλικές διαδρομές γύρω από το νερό, και τα ψαράκια… έλαμπαν απαλά σαν να τραγουδούσαν χωρίς ήχο.

Μόνο ένας έλειπε.

«Πού είναι ο Τιμόθεος;» ρώτησε το Ελαφάκι, ανήσυχο.

Ο Ερμής σήκωσε τη μαγκούρα του και κοίταξε προς τα δέντρα. Είχαν περάσει ώρες από το πρώτο φως του ήλιου.

«Σήμερα δεν ξύπνησε με εμάς…» είπε σκεφτικά.

Τότε, ακούστηκε ένα απαλό παφ!, σαν κάτι να έπεσε στο νερό. Και μετά…

Ρίπι-ρίπι-ρίπι!

Τα μικρά παπάκια που συνήθιζαν να έρχονται στη λιμνούλα εμφανίστηκαν, πασχίζοντας να κρατήσουν την ισορροπία τους.

Η μαμά πάπια έβγαλε μια βιαστική φωνή:

«Ερμή! Ερμή! Κάτι βρήκαμε… και νομίζω ότι είναι για τον Τιμόθεο!»

Τα παπάκια έσπρωχναν ένα μικρό, παλιό σακουλάκι από φύλλα. Το έσυραν ως την άκρη της λιμνούλας.

Ο Ερμής έσκυψε και το άνοιξε προσεκτικά.

Μέσα υπήρχε:

  • ένα μικρό, ξεθωριασμένο κομμάτι υφάσματος, με ρίγες
  • ένα φτερό γερακιού, δεμένο με λεπτή κλωστή
  • και μια πέτρα. Όχι φωτεινή… αλλά χαραγμένη με έναν κυματιστό συμβολισμό.

Το Ελαφάκι ρώτησε ψιθυριστά:

«Αυτό… τι είναι;»

Η μαμά πάπια πήρε μια βαθιά ανάσα.

«Το βρήκαμε στη νότια όχθη, εκεί που το νερό γυρίζει μπλε όταν ο ήλιος είναι χαμηλά. Και… νομίζω ότι ανήκει στον Τιμόθεο.»

Τα παπάκια συμφώνησαν όλα μαζί με μικρά πιπ-πιπ-πιπ!.

Οι φίλοι κοιτάχτηκαν. Ο Ερμής έγνεψε.

«Πρέπει να τον βρούμε.»


🐾 Στο μονοπάτι της αποκάλυψης

Ο Τιμόθεος βρέθηκε όχι μακριά. Καθόταν σε έναν βράχο, ήρεμος, αλλά με βλέμμα χαμένο στη σκέψη.

Όταν είδε την παρέα, χαμογέλασε.

«Καλημέρα! Συγγνώμη που άργησα, ξύπνησα με ένα… περίεργο όνειρο.»

Ο Ερμής άφησε το σακουλάκι μπροστά του.

Ο Τιμόθεος το κοίταξε — και πάγωσε.

Άγγιξε το κομμάτι υφάσματος. Τα μάτια του μεγάλωσαν.

«Εγώ… έχω ξαναδεί αυτό το ύφασμα.»

Τα παπάκια κούνησαν τα κεφάλια τους με ενθουσιασμό.

«Το βρήκαμε κοντά στο ποτάμι! Στην παλιά όχθη!»

Ο Τιμόθεος σηκώθηκε αργά.

«Πριν έρθω εδώ… θυμάμαι νερό. Πολύ νερό. Και φτερά… σαν αυτό.» Έδειξε το φτερό του γερακιού.

Ο Ερμής έγειρε το κεφάλι.

«Θες να πάμε εκεί; Να δούμε τι θα θυμηθείς;»

Ο Τιμόθεος πήρε μια βαθιά ανάσα. «Ναι… νομίζω πως πρέπει.»


🦆 Τα παπάκια οδηγούν τον δρόμο

Τα παπάκια προπορεύτηκαν — κανείς δεν ήξερε το νερό καλύτερα από αυτά.

«Από εδώ! Από εδώ!» φώναζαν, κουνώντας ενθουσιασμένα τα μικρά φτερά τους.

Ακολούθησαν μια διαδρομή γεμάτη καλαμιές, ρηχά νερά και μικρά ρυάκια που έκαναν το δάσος να μυρίζει νοτισμένο χώμα.

Και τότε έφτασαν.

Μια ήρεμη όχθη, πιο πλατιά από τη λιμνούλα, με πέτρες λείες και φωτεινές.

Ο Τιμόθεος στάθηκε ακίνητος.

«Νομίζω… ότι εδώ… με βρήκατε.»

«Σε βρήκαμε;» έκανε ο Πίθηκος, γουρλώνοντας τα μάτια.

Ο Τιμόθεος έκλεισε για λίγο τα μάτια και άφησε τις μνήμες να ξυπνήσουν.


🌊 Μια μνήμη σαν νερό

Έβλεπε…

  • νερά βαθιά
  • φωνές από μακριά
  • φτερά γερακιού που κάλυπταν τον ουρανό
  • και τον εαυτό του — μικρότερο, πιο αδύναμο — να παρασύρεται από ένα δυνατό ρεύμα

«Έπεσα στο ποτάμι…» ψιθύρισε. «Ένα μεγάλο κύμα με πήρε. Δεν ξέρω από πού ήρθα… αλλά ξέρω ότι το νερό με έφερε εδώ.»

Ο Πίθηκος σκούπισε τα μάτια του.

«Δηλαδή… σε έφερε το ποτάμι;»

«Ναι. Και… κάποιος με άγγιξε τότε.»

Τους κοίταξε όλους με απορία και ευγνωμοσύνη.

«Ήταν τα παπάκια.»

Τα παπάκια έκαναν ένα χαρούμενο στροβίλισμα μέσα στο νερό.

«Σε σπρώξαμε στη στεριά!» είπαν περήφανα. «Η μαμά είπε πως ήσουν μόνος και φοβισμένος!»

Ο Τιμόθεος χαμήλωσε το βλέμμα.

«Θυμάμαι… μια απαλή φωνή. Μου είπε: "Μη φοβάσαι, μικρέ. Εδώ θα βρεις φίλους."»

Η μαμά-πάπια χαμογέλασε.

«Και μετά… εξαφανίστηκες μέσα στο δάσος. Ήσουν τόσο μικρός και ντροπαλός. Δεν ξέραμε αν θα σε ξαναδούμε.»

Ο Ερμής έβαλε τη μαγκούρα του στο έδαφος.

«Άρα… δεν γεννήθηκες εδώ. Αλλά το δάσος σε διάλεξε.»


⭐ Μια υπόσχεση για το μέλλον

Ο Τιμόθεος κοίταξε τη λιμνούλα που καθρεφτιζόταν ανάμεσα στα δέντρα.

«Θέλω να μάθω από πού ήρθα. Όχι γιατί νιώθω μόνος… αλλά γιατί νιώθω ότι το ποτάμι θέλει να μου πει κάτι.»

Ο Ερμής χαμογέλασε.

«Και όταν θα είσαι έτοιμος… θα σε πάμε όλοι μαζί προς τον Βορρά. Προς το Μεγάλο Ποτάμι. Ίσως εκεί να μάθουμε την αρχή.»

Ο Πίθηκος σήκωσε το χέρι.

«Εγώ θα κουβαλήσω τα σνακ!»

Το Ελαφάκι πήδηξε με χαρά.

«Κι εγώ θα τρέχω μπροστά να βλέπω τον δρόμο!»

Τα παπάκια έκαναν μικρές πιτσιλιές.

«Κι εμείς… θα έρθουμε μαζί σου όταν χρειαστεί! Το νερό μάς μιλάει. Ξέρουμε τα μυστικά του!»

Ο Τιμόθεος γέλασε, με μάτια που έλαμπαν λίγο από συγκίνηση.

«Ευχαριστώ… όλους σας.»

Και το νερό της όχθης έκανε ένα απαλό φλουπ… σαν να συμφωνούσε κι αυτό.