🌟 Ιστορία 10 — «Η Φωτεινή Φωλιά στο Παλιό Μονοπάτι»¶

Το πρωινό στη Λιμνούλα φαινόταν ήσυχο αλλά όχι εντελώς συνηθισμένο. Τα ψαράκια δεν χόρευαν όπως κάθε μέρα· κολυμπούσαν αργά, σχηματίζοντας μια λεπτή γραμμή προς την Ανατολή.
Ο Τιμόθεος έσκυψε πάνω από το νερό. «Σήμερα… δεν χορεύουν, Ερμή. Μοιάζουν σαν να δείχνουν κατεύθυνση.»
Ο Ερμής ακούμπησε τη μαγκούρα στο έδαφος. «Προς το Παλιό Μονοπάτι… Εκεί όπου βρήκαμε τη Φωτεινή Πέτρα.»
Ο Λότο έβγαλε τη μικρή του πέτρα από το σακουλάκι. Η πέτρα έλαμπε απαλά, με μια χρυσή ανατολίτικη λάμψη.
Ο Πίθηκος κρεμάστηκε ανάποδα. «Δηλαδή… πάμε βόλτα; Αν πάμε βόλτα, εγώ είμαι έτοιμος!»
Το Ελαφάκι έγειρε τα αυτιά του. «Πάλι στο Παλιό Μονοπάτι; Λίγο με φοβίζει… αλλά μ' αρέσει κιόλας.»
Οι Παπαγάλοι προσγειώθηκαν ενθουσιασμένοι. «Θα πετάμε από πάνω σας και θα βλέπουμε τα πάντα!»
Ο Ερμής χαμογέλασε. «Σήμερα… το δάσος θέλει να μας δείξει κάτι παλιό. Πάμε, λοιπόν.»
🌿 Προς το Παλιό Μονοπάτι¶
Το δάσος στην Ανατολή ήταν πιο πυκνό και πιο αθόρυβο. Ο Λότο κρατούσε σφιχτά τη Φωτεινή Πέτρα, σχεδόν προστατευτικά.
«Την ημέρα που σας γνώρισα… κοιμόμουν πίσω από αυτήν την πέτρα,» είπε. «Με έκανε να νιώθω ότι δεν είμαι τελείως μόνος.»
Ο Πίθηκος πήδηξε δίπλα του. «Τώρα δεν είσαι μόνος! Αλλά… άσε την πέτρα σε εσένα, γιατί εγώ μάλλον θα την έκανα μπαλάκι.»
Ο Λότο χαμογέλασε ντροπαλά.
Σύντομα έφτασαν στο σημείο όπου είχε βρεθεί η πέτρα. Οι ρίζες εκεί έμοιαζαν σαν να είχαν κάνει χώρο για κάτι που κάποτε ξεκουραζόταν ανάμεσά τους.
Ο Λότο άγγιξε το σημείο. «Εδώ… ήταν το σπίτι μου για καιρό. Κι άκουγα έναν ήχο… σαν ψίθυρο. Σαν κάποιος να μου έλεγε ότι μια μέρα δεν θα είμαι πια μόνος.»
Η Φωτεινή Πέτρα άρχισε να πάλλεται.
«Τιν… Τιν… Τιν…»
Ο Ερμής κοίταξε προσεκτικά το έδαφος. «Κάτι υπάρχει πιο πέρα. Κάτι που περίμενε να το δούμε.»
Με τη μαγκούρα του μετακίνησε λίγο χώμα. Μια επίπεδη πέτρα αποκαλύφθηκε, με μια χαραγμένη καμπύλη γραμμή.
Ο Λότο ένιωσε την πέτρα του να ζεσταίνεται. «Νομίζω πρέπει να την ακουμπήσω εδώ…»
Την άφησε απαλά πάνω στη χαραγμένη πλάκα.
✨ Η κρυφή είσοδος¶
Η χαραγμένη γραμμή φωτίστηκε. Το φως ανέβηκε στα δύο κοντινά δέντρα και σχημάτισε ανάμεσά τους ένα απαλό, φωτεινό τόξο.
Ο Πίθηκος έμεινε με το στόμα ανοιχτό. «Μόλις άνοιξε… κάτι!»
Ο Ερμής χαμογέλασε. «Όχι κάτι καινούργιο. Κάτι που ήταν πάντα εδώ… αλλά κρυμμένο.»
Οι Παπαγάλοι μπήκαν πρώτοι. «Από εδώ το φως είναι μαλακό!»
Ο Τιμόθεος προχώρησε. «Αν δεν πάμε, πώς θα μάθουμε;»
Ένας–ένας, όλοι πέρασαν κάτω από το φωτεινό τόξο.
🏛️ Η Φωτεινή Φωλιά¶
Πίσω από το τόξο βρισκόταν ένα κυκλικό ξέφωτο. Γύρω–γύρω, χαμηλά πεζούλια από ανοιχτόχρωμη πέτρα σχημάτιζαν μικρά ράφια, και πάνω τους υπήρχαν θαμπές, ήρεμες πέτρες — σαν λουλούδια που κοιμούνταν.
Στο κέντρο, μια μεγαλύτερη πέτρα ήταν βυθισμένη στο έδαφος.
Ο Λότο ψιθύρισε: «Μοιάζει… με φωλιά. Μια φωλιά για πέτρες.»
Ο Ερμής έγνεψε. «Νομίζω ότι αυτή είναι μια παλιά Φωτεινή Φωλιά. Ένα μέρος όπου οι πέτρες ξεκουράζονταν.»
Η Φωτεινή Πέτρα του Λότο έλαμψε δυνατά.
«Ντιιιν…»
Οι κοιμισμένες πέτρες τρεμόπαιξαν. Το ξέφωτο έμοιαζε να «θυμάται».
Μια απαλή πνοή — σαν ψίθυρος — ακούστηκε σε όλους:
«Μικρή πέτρα… έλειπες για καιρό. Γύρισες όχι για να μείνεις, αλλά για να θυμίσεις ότι η φωλιά μας ζει ακόμη.»
Ο Λότο έμεινε ακίνητος. «Δηλαδή… δεν χρειάζεται να αφήσω την πέτρα εδώ;»
Ο ψίθυρος συνέχισε:
«Η θέση της είναι τώρα δίπλα σε καρδιές που την αγαπούν. Αλλά θα επιστρέφει εδώ… όταν χρειαστεί να ξυπνήσει η μνήμη.»
Ο Τιμόθεος χαμογέλασε. «Άρα… η οικογένειά της είναι εδώ, αλλά η δική σου είμαστε εμείς.»
Ο Λότο ένιωσε τα μάτια του να υγραίνονται.
🗺️ Ένα σημάδι προς τον Βορρά¶
Στην πλαϊνή πλευρά του κεντρικού πεζουλιού, ο Πίθηκος είδε ένα σκαλιστό σχέδιο:
- ένας κύκλος,
- μια λεπτή γραμμή που έφευγε προς τα πάνω,
- κι ένα μικρό σύμβολο σαν κυματιστό ποτάμι.
Η Χελώνα ψιθύρισε: «Σαν… χάρτης.»
Ο Τιμόθεος ένιωσε την καρδιά του να χτυπά. «Μοιάζει με δρόμο που πάει προς το Μεγάλο Ποτάμι… προς τον Βορρά.»
Η απαλή πνοή είπε:
«Κάποτε οι πέτρες φύλαγαν αυτόν τον δρόμο. Τώρα είναι ήσυχος… αλλά όχι ξεχασμένος.»
Ο Λότο κοίταξε τον Τιμόθεο. «Ίσως η πέτρα μου ξέρει κάτι για το ποτάμι σου.»
Ο Ερμής είπε: «Σήμερα μάθαμε μόνο ότι το μονοπάτι υπάρχει. Όχι ότι πρέπει να το πάρουμε τώρα.»
🌈 Επιστροφή στη Λιμνούλα¶
Το φωτεινό τόξο έσβησε ήρεμα πίσω τους. Όταν επέστρεψαν στη Λιμνούλα, ο ήλιος έδυε και το νερό έλαμπε χρυσαφένιο.
Τα ψαράκια έκαναν μικρούς, χαρούμενους κύκλους.
Ο Πίθηκος κούνησε τα πόδια του μέσα στο νερό. «Λέω να κάνουμε νέο κανόνα: κάθε φορά που βρίσκουμε κάτι μαγικό… στο τέλος της μέρας, γιορτή στη Λιμνούλα!»
Το Ελαφάκι γέλασε. «Συμφωνώ!»
Ο Λότο κάθισε δίπλα στον Ερμή. «Η πέτρα μου… έχει πολλές φωλιές. Αλλά εγώ… έχω μόνο μία. Την παρέα μου.»
Ο Ερμής άγγιξε απαλά το κεφάλι του. «Και η θέση σου εδώ δεν θα αδειάσει ποτέ.»
Ο Τιμόθεος ξάπλωσε και κοίταξε τον ουρανό που ροδίζε. «Μια μέρα… θα πάρουμε τον δρόμο προς τον Βορρά. Αλλά σήμερα… είμαστε εδώ.»
Τα ψαράκια έκαναν έναν φωτεινό κύκλο, σαν χειροκρότημα.
Και το δάσος έμεινε ήρεμο, σαν να τους έλεγε: «Έχετε χρόνο. Έχετε δρόμους. Έχετε ο ένας τον άλλο.»