Μετάβαση στο περιεχόμενο

📚 Βιβλίο Παραμυθιών της Λιμνούλας

Εξώφυλλο Βιβλίου

Περιεχόμενα

  1. Ιστορία 1 — Το Πρωινό της Λιμνούλας
  2. Ιστορία 2 — Η Μυστική Αποστολή της Λιμνούλας
  3. Ιστορία 3 — Η Φωτεινή Πέτρα στο Παλιό Μονοπάτι
  4. Ιστορία 4 — Ο Ήλιος που Έλειψε για Μια Μέρα
  5. Ιστορία 5 — Το Λουλουδόξυλο και το Τραγούδι του Ανέμου
  6. Ιστορία 6 — Το Μυστικό Παρελθόν του Τιμόθεου
  7. Ιστορία 7 — Το Τέρας που Φτερνιζόταν στη Φωλιά του Άργκος
  8. Ιστορία 8 — «Το Μυστικό Τραγούδι των Φωτεινών Πετρών»
  9. Ιστορία 9 — «Η Κοιλάδα που Ψιθύριζε»
  10. Ιστορία 10 — «Η Φωτεινή Φωλιά στο Παλιό Μονοπάτι»

🐯 Ιστορία 1 — Ο Τίγρης Τιμόθεος και η Μαγική Λιμνούλα

Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα μεγάλο, καταπράσινο δάσος, ζούσε ένας νεαρός τίγρης που τον έλεγαν Τιμόθεο. Ο Τιμόθεος δεν ήταν όπως οι άλλοι τίγρεις· ήταν πολύ ευγενικός και του άρεσε να κάνει φίλους.

Κάθε πρωί, ο Τιμόθεος ξυπνούσε με τον ήχο των πουλιών και έβγαινε βόλτα στο δάσος για να πει «καλημέρα» σε όλα τα ζώα. Στην άκρη του δάσους υπήρχε μια μικρή, καθαρή λιμνούλα, όπου ζούσαν πολύχρωμα ψαράκια που έλαμπαν σαν μικρά αστέρια μέσα στο νερό.

Μια μέρα, καθώς ο Τιμόθεος πλησίαζε τη λιμνούλα, είδε έναν μεγάλο, γλυκό ελέφαντα να κάθεται δίπλα στο νερό. Ο ελέφαντας λεγόταν Ερμής και ήταν πολύ δυνατός, αλλά και σοφός. Κρατούσε πάντα μαζί του μια ξύλινη μαγκούρα, όχι επειδή δεν μπορούσε να περπατήσει, αλλά γιατί του άρεσε να τη χρησιμοποιεί για να δείχνει στα μικρά ζώα πού να πάνε ή να μετακινεί με αυτήν κλαδάκια από το δρόμο.

«Καλημέρα, Ερμή!» είπε χαρούμενα ο Τιμόθεος.

«Καλημέρα, μικρέ μου φίλε», απάντησε ο ελέφαντας, χτυπώντας απαλά τη μαγκούρα του στο έδαφος. «Έλα να δεις κάτι!»

Ο Τιμόθεος πλησίασε και έσκυψε πάνω από τη λιμνούλα. Τα ψαράκια κολυμπούσαν σε κύκλους, σαν να χόρευαν.

«Κάθε φορά που τα βλέπω έτσι», είπε ο Ερμής, «ξέρω ότι η μέρα θα είναι καλή. Τα ψαράκια φέρνουν καλή τύχη σε όποιον τα καλημερίσει».

Ο Τιμόθεος άρχισε να γελάει και να χαιρετά τα ψαράκια. Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκαν κι άλλα ζώα: ένα μικρό ελαφάκι, ένας πίθηκος που κρεμόταν από τα κλαδιά, μια χελώνα που περπατούσε αργά, και ένα ζευγάρι παπαγάλοι που τραγουδούσαν.

Όλα τα ζώα μαζεύτηκαν γύρω από τη λιμνούλα.

«Ξέρετε τι θα ήταν ωραίο;» είπε ο Τιμόθεος. «Να κάνουμε κάθε πρωί ένα Πρωινό Χαιρετιστήριο της Λιμνούλας! Να μαζευόμαστε όλοι εδώ, να χαιρετάμε ο ένας τον άλλο και να βλέπουμε τα ψαράκια να χορεύουν».

Ο Ερμής χαμογέλασε πλατιά. «Σοφή ιδέα για έναν τόσο νεαρό τίγρη», είπε και χτύπησε τη μαγκούρα του στο έδαφος για να συμφωνήσει.

Κι έτσι έγινε. Από εκείνη τη μέρα, κάθε πρωί όλα τα ζώα του δάσους συναντιόνταν στη λιμνούλα. Έβλεπαν τα ψαράκια, έλεγαν τα νέα τους και ξεκινούσαν τη μέρα τους με χαμόγελο.

Και ο μικρός Τιμόθεος; Ένιωθε περήφανος που είχε δημιουργήσει τη δική του μικρή παράδοση στη μεγάλη οικογένεια του δάσους.

Και κάθε βράδυ, όταν κοιμόταν, άκουγε στο όνειρό του τον Ερμή να του λέει:

«Όποιος έχει καρδιά καλή, κάνει πάντα φίλους… ακόμα κι αν είναι τίγρης!»


🐾 Ιστορία 2 — Η Μυστική Αποστολή της Λιμνούλας

Ένα πρωινό, ο Τιμόθεος ο τίγρης ξύπνησε με έναν παράξενο ήχο. Δεν ήταν τα πουλιά… ούτε ο πίθηκος που συνήθως τραγουδούσε. Ήταν ένα πλαφ! πλαφ! σαν κάποιος να έριχνε νερό.

Έτρεξε στη λιμνούλα και βρήκε τον σοφό ελέφαντα Ερμή να κοιτάζει το νερό κρατώντας τη μαγκούρα του.

«Ερμή, τι συμβαίνει;» ρώτησε λαχανιασμένος ο Τιμόθεος.

Ο Ερμής έσκυψε και ψιθύρισε:

«Τα ψαράκια… σήμερα δεν χορεύουν. Κάτι τα ανησυχεί.»

Πράγματι! Αντί να κάνουν κύκλους και να λάμπουν, τα ψαράκια κολυμπούσαν γρήγορα πέρα-δώθε, σαν να ζητούσαν βοήθεια.

Τότε εμφανίστηκαν και οι άλλοι φίλοι: το ελαφάκι, η χελώνα, οι παπαγάλοι και ο πίθηκος που προσγειώθηκε δίπλα τους με ένα πλαφ.

«Τι έχουμε;» είπε ο πίθηκος τρίβοντας τα χέρια του.

Ο Ερμής σήκωσε τη μαγκούρα του και την έδειξε προς το δάσος.

«Από εκεί, παιδιά… έρχεται ένας περίεργος ήχος. Σαν νερό που τρέχει. Πρέπει να το εξερευνήσουμε.»

Ο Τιμόθεος κούνησε την ουρά του ενθουσιασμένος.

«Ωραία! Πάμε σε αποστολή!»

Όλοι ξεκίνησαν μαζί μέσα από τα δέντρα. Περπάτησαν, σκαρφάλωσαν, πέρασαν πάνω από κορμούς και κάτω από κλαδιά. Όσο προχωρούσαν, ο ήχος του νερού γινόταν πιο δυνατός.

Ξαφνικά, έφτασαν σε ένα σημείο όπου το χώμα ήταν βρεγμένο… και υπήρχε ένα μικρό ρυάκι που πριν από λίγες μέρες δεν υπήρχε!

«Μα… από πού εμφανίστηκε;» αναρωτήθηκε το ελαφάκι.

Ο Ερμής κάρφωσε τη μαγκούρα του στο χώμα.

«Αυτό το ρυάκι έχει αλλάξει πορεία. Ίσως κάτι στο δάσος να έφραξε την παλιά του διαδρομή.»

Ο Τιμόθεος πήρε πρωτοβουλία:

«Αν το ρυάκι έχει αλλάξει δρόμο, τότε ίσως παίρνει νερό από τη λιμνούλα μας! Πρέπει να βρούμε την αρχή του.»

Μετά από λίγο περπάτημα, βρήκαν την αιτία: ένα μεγάλο δέντρο είχε πέσει και είχε φράξει το παλιό ρέμα. Το νερό είχε αναγκαστεί να αλλάξει πορεία.

«Α, γι' αυτό αναστατώθηκαν τα ψαράκια!» είπε ο πίθηκος κουνώντας την ουρά του. «Η λιμνούλα μας χάνει νερό!»

Ο Ερμής έγειρε μπροστά.

«Λοιπόν, φίλοι μου… χρειαζόμαστε σχέδιο. Εγώ θα μετακινήσω τον κορμό με τη βοήθεια της μαγκούρας μου, αλλά θέλω όλοι να με βοηθήσετε.»

Και τότε έγινε το πιο όμορφο πράγμα στο δάσος:

  • Οι παπαγάλοι πέταξαν και τράβηξαν κλαδιά ψηλά.
  • Η χελώνα έσπρωξε μικρά πετραδάκια μακριά.
  • Το ελαφάκι καθάρισε το χώμα με τα πόδια του.
  • Ο πίθηκος κρεμάστηκε από πάνω και έδινε οδηγίες… με πολύ ενθουσιασμό!
  • Ο Τιμόθεος έσπρωξε τον κορμό με όλες του τις δυνάμεις.

Ο Ερμής, δυνατός όπως πάντα, στήριξε τη μαγκούρα του στο έδαφος και με μία μεγάλη κίνηση τούπωσε τον κορμό στο πλάι.

Το νερό άρχισε να τρέχει και πάλι στην παλιά του πορεία!

Όταν επέστρεψαν στη λιμνούλα, τα ψαράκια χόρευαν ξανά χαρούμενα. Έκαναν κύκλους, έβγαζαν μικρές φυσαλίδες και ανέβαιναν στην επιφάνεια σαν να έλεγαν «ευχαριστώ».

Ο Τιμόθεος χαμογέλασε.

«Τα καταφέραμε όλοι μαζί!»

Ο Ερμής ακούμπησε την μαγκούρα στον ώμο του.

«Να θυμάστε κάτι, μικροί μου φίλοι… όταν συνεργάζονται τα ζώα του δάσους, τίποτα δεν μπορεί να τους σταματήσει.»

Τα ζώα κάθισαν γύρω από τη λιμνούλα, χαζεύοντας τα ψαράκια που λαμπύριζαν στο φως.

Και έτσι, η μέρα τελείωσε ειρηνικά, με όλα τα ζώα ενωμένα — γιατί η δύναμη της παρέας είναι η πιο μεγάλη μαγεία στο δάσος.


✨ Ιστορία 3 — Η Φωτεινή Πέτρα στο Παλιό Μονοπάτι

Ένα πρωινό, ο ήλιος μόλις είχε σηκωθεί και η λιμνούλα έλαμπε σαν ασημένιος καθρέφτης. Τα ψαράκια… χοροπηδούσαν πιο ζωηρά από ποτέ. Έκαναν μικρές σπινθηροβόλες κινήσεις, και μάλιστα δύο από αυτά ανέβηκαν στην επιφάνεια και έκαναν έναν τέλειο μικρό κύκλο.

Ο Τιμόθεος πλησίασε και χαμογέλασε.

«Καλημέρα, μικρά μου! Τι έχετε σήμερα;»

Ο Ερμής όμως, με τη μαγκούρα στο χέρι, έσκυψε λίγο πιο κοντά. Τα μάτια του στένεψαν, σαν κάτι να παρατηρούσε.

«Αυτή η κίνηση…» μουρμούρισε. «Μου θυμίζει κάτι παλιό. Κάτι που είχα δει όταν ήμουν μικρός.»

Ο Πίθηκος, φυσικά, πήδηξε από ένα κλαδί και προσγειώθηκε μέσα σε έναν θάμνο με θόρυβο.

«Τι θυμίζει; Μήπως πρωινό; Γιατί πεινάω!»

Ο Ερμής χαμογέλασε.

«Όχι, όχι. Μου θυμίζει… κάλεσμα.»

Τα ζώα κοίταξαν τον ελέφαντα με ενθουσιασμό και λίγο δέος.

«Κάλεσμα για τι;» ρώτησε το Ελαφάκι τεντώνοντας τα αυτιά του.

Ο Ερμής στήριξε τη μαγκούρα στο έδαφος.

«Παλιά, πολύ παλιά, υπήρχε ένα μονοπάτι στο δάσος. Ένα μονοπάτι που πήγαινε σε μέρη πιο παλιά κι από εμένα. Εκεί υπήρχε μια πέτρα… μια Πέτρα που έλαμπε όταν κάτι σημαντικό πλησίαζε.»

Ο Τιμόθεος τίναξε την ουρά του ενθουσιασμένος.

«Πέτρα που… λάμπει; Δηλαδή σαν τους παπαγάλους μας το πρωί;»

«Όχι τόσο θορυβώδη,» είπε η Χελώνα χαμογελώντας. «Αλλά ίσως πιο έξυπνη.»

Τα ψαράκια έκαναν πάλι τον ίδιο κύκλο.

Ο Ερμής αναστέναξε.

«Νομίζω ότι ήρθε η ώρα να ξαναδούμε το παλιό μονοπάτι.»

Η παρέα ξεκίνησε. Περνούσαν μέσα από σκιερές γωνιές του δάσους που δεν πήγαιναν συχνά.

Ο Πίθηκος παντού—σε κλαδιά, σε κορμούς, σε χωμάτινες λακκούβες. Οι Παπαγάλοι πετούσαν πάνω από τα κεφάλια τους σαν ιππική συνοδεία. Το Ελαφάκι προχωρούσε γρήγορα και ύστερα γύριζε πίσω με χαρά. Η Χελώνα ακολουθούσε σιγά, αλλά όλοι σταματούσαν για εκείνη.

«Να τα παιδιά μου!» έλεγε ο Πίθηκος, «πάλι σταματήσαμε για την πιο αργή!»

«Να είσαι ευγενικός,» είπε ο Τιμόθεος αγγίζοντας τον πίθηκο με την ουρά του. «Κάποια στιγμή θα μας σώσει με την παρατηρητικότητά της.»

Η Χελώνα χαμογέλασε περήφανα.

Και τότε… πίσω από δύο χοντρά δέντρα, φάνηκε μια μεγάλη πέτρα. Σαν κομμάτι του φεγγαριού πεσμένο στη γη.

Και έλαμπε.

Απαλά. Σαν να ανέπνεε.

«Η Πέτρα της Λάμψης…» ψιθύρισε ο Ερμής.

Ξαφνικά η πέτρα έκανε «πινγκ!» Σαν να χτύπησε κάτι μικρό το εσωτερικό της.

Και πίσω από την πέτρα… ξεπρόβαλε ένα μικρό, στρογγυλό πλάσμα με μεγάλα αυτιά και μαλακό γουνάκι.

Ένα μικρό λωτοποντικάκι.

«Γεια σας…» είπε τρομαγμένο. «Εγώ… ε… κοιμόμουν πίσω από την πέτρα. Δεν ήθελα να σας τρομάξω.»

«Α, όχι!» φώναξε ο Πίθηκος. «Εσύ μας τρόμαξες; Εμείς τρομάξαμε εσένα!»

Το λωτοποντικάκι χαλάρωσε λίγο.

«Με λένε Λότο. Μένω μόνος μου εδώ… γιατί αυτή η πέτρα με κάνει να νιώθω ασφαλής.»

Ο Τιμόθεος πλησίασε.

«Γεια σου Λότο! Θες να γίνεις φίλος μας;»

Το πλάσμα χαμογέλασε με τα μικρά, λευκά δοντάκια του.

«Ναι… νομίζω πως θέλω.»

Η πέτρα έκανε ξανά ένα απαλό «πινγκ». Σα να συμφωνούσε.

Ο Ερμής την κοίταξε προσεκτικά.

«Αυτή η πέτρα φίλοι μου… δεν είναι απλή. Κάτι μας λέει. Ίσως κάτι αλλάζει στο δάσος. Κάτι καλό.»

Το λωτοποντικάκι ήρθε μαζί τους. Όταν έφτασαν πίσω στη λιμνούλα, τα ψαράκια χορεύανε σαν ποτέ άλλοτε.

Ο Λότο τα κοίταξε με θαυμασμό.

«Ουάου… δεν έχω ξαναδεί κάτι τόσο όμορφο.»

«Καλωσόρισες σπίτι,» είπε ο Τιμόθεος.

Ο Ερμής έγειρε προς το νερό. Η μαγκούρα του έκανε έναν μικρό ήχο καθώς την ακούμπησε στο χώμα.

«Ξέρετε…» είπε με τη σοφία που τον χαρακτήριζε «…μερικές φορές το δάσος μάς φέρνει αυτούς που χρειάζεται. Και ίσως, Λότο, να ήσουν ένας από αυτούς.»

Το λωτοποντικάκι κοκκίνισε. Τα ψαράκια έκαναν ξανά μικρές φωτεινές δίνες.

Και έτσι, μια νέα μέρα ξημέρωσε στη Λιμνούλα — και η παρέα απέκτησε έναν καινούργιο φίλο.


🌑 Ιστορία 4 — Ο Ήλιος που Έλειψε για Μια Μέρα

Το πρωινό ξεκίνησε περίεργα στο Δάσος της Λιμνούλας.

Ο Τιμόθεος ήταν ο πρώτος που ξύπνησε. Άνοιξε τα μάτια του, τεντώθηκε… και τότε κατάλαβε κάτι παράξενο.

«Ερμή…;» φώναξε απαλά. «Ε… νομίζω πως έχει σκοτεινιάσει λίγο.»

Ο Ερμής πλησίασε στη λιμνούλα, ακουμπώντας τη μαγκούρα στο έδαφος. Τα ψαράκια δεν χόρευαν. Κρυβόντουσαν κάτω από το νερό.

«Αυτό… δεν μου αρέσει,» είπε ο ελέφαντας.

Ο Λότο, που είχε έρθει μαζί τους από την προηγούμενη μέρα, ήταν κουλουριασμένος πίσω από μια ρίζα. Σήκωσε το μικρό κεφάλι του και ψιθύρισε:

«Η… Η Φωτεινή Πέτρα… μου φαίνεται σαν να ζεστάθηκε στη διάρκεια της νύχτας.»

Ο Τιμόθεος γούρλωσε τα μάτια.

«Δηλαδή… κάνει κι αυτή κάτι;»

Ο Ερμής έσκυψε και άγγιξε την πέτρα. Όντως ήταν πιο ζεστή από χθες.

«Φίλοι μου,» είπε σκεφτικός, «ο κόσμος μας αλλάζει. Κάποια δύναμη βρίσκεται κοντά.»

Τότε ακούστηκε ένα μακρινό, βαρύ βρόντηγμα.

ΜΠΟΥΦ! ΜΠΡΟΥΦ!

Ο Πίθηκος ανέβηκε τρομαγμένος πάνω σε ένα κλαδί.

«Ε! Αυτό δεν είναι τυχαίος ήχος! Κάτι μεγάλο… ΠΟΛΥ μεγάλο… έρχεται!»

Οι Παπαγάλοι εμφανίστηκαν από ψηλά πετώντας γρήγορα.

«Ερμή! Πρέπει να έρθετε! Εντοπίσαμε μια νέα φωλιά λίγο πιο έξω από το δάσος! Φτιαγμένη από… ΦΩΤΕΙΝΕΣ πέτρες!»

Ο Ερμής ανασηκώθηκε.

«Φωτεινές… σαν τη δική μας πέτρα;»

Οι παπαγάλοι κούνησαν έντονα τα φτερά τους.

«ΝΑΙ! Και λάμπουν τόσο δυνατά… που διώχνουν τον ήλιο!»

Το Ελαφάκι έκανε ένα βήμα πίσω.

«Διώχνουν… τον ήλιο;»

Ο Τιμόθεος πήρε μια βαθιά ανάσα.

«Πρέπει να το δούμε. Όλοι μαζί.»

Ο Ερμής χαμογέλασε λίγο.

«Κι εσύ, Λότο… θέλεις να έρθεις;»

Ο Λότο κατάπιε. Τον φόβιζαν οι δυνατοί ήχοι. Αλλά ήθελε να αποδείξει στην παρέα ότι μπορεί να σταθεί δίπλα τους.

«Ε… ναι. Θέλω να προσπαθήσω.»

Το μονοπάτι τους οδήγησε σε μια μεγάλη, βραχώδη περιοχή κοντά στην άκρη του δάσους.

Κι εκεί… είδαν κάτι εκπληκτικό.

Μια φωλιά από γυαλιστερές, παλλόμενες πέτρες που έβγαζαν τόσο έντονο φως που οι σκιές των δέντρων γύρω τους είχαν ΚΑΤΑΠΙΕΙ τον πρωινό ήλιο.

Ο Πίθηκος σήκωσε το χέρι του μπροστά στα μάτια του.

«Αχ! Δεν βλέπω τίποτα! Είναι σαν δεύτερος ήλιος!»

Και τότε…

Από τη φωλιά βγήκε ένα μεγάλο, δυνατό αγριογούρουνο.

Το τρίχωμά του ήταν σκούρο καφέ. Τα μάτια του έξυπνα. Και η φωνή του βροντερή.

«ΠΟΙΟΣ πλησιάζει τη φωλιά μου; Οι πέτρες μου δεν θα τις πάρει κανείς! Είναι δικές μου!»

Ο Τιμόθεος στάθηκε μπροστά με θάρρος — αλλά όχι επιθετικά.

«Δεν θέλουμε να σου πάρουμε τίποτα! Απλώς αναρωτιόμαστε… γιατί λάμπουν τόσο πολύ; Το δάσος μας σκοτείνιασε!»

Το αγριογούρουνο χτύπησε το πόδι του στο έδαφος. Το φως έγινε ακόμα πιο δυνατό.

«Οι πέτρες αυτές με προστατεύουν! Και δεν θέλω ΚΑΝΕΝΑΝ γύρω από το σπίτι μου!»

Ο Λότο έκανε ένα μικρό βήμα μπροστά. Τρεμάμενος. Αλλά αποφασισμένος.

«Σ…συγγνώμη…» είπε. «Α-αλλά… οι πέτρες σου… μοιάζουν με τη δική μας. Αν… αν λάμπουν πολύ… μπορεί να πληγώσουν τα ψαράκια της λιμνούλας μας. Και… εμείς… εμείς δεν θέλουμε να σε ενοχλήσουμε… Απλώς… θέλουμε να είμαστε φίλοι.»

Το αγριογούρουνο σταμάτησε.

Κοίταξε το μικρό λωτοποντικάκι. Κοίταξε και τον Τιμόθεο. Και την πέτρα του Ερμή που έβγαζε μια απαλή λάμψη.

«Οι… πέτρες σας… μοιάζουν με τις δικές μου,» είπε πιο ήρεμα.

«Είναι… συγγενείς.»

Ο Ερμής γούρλωσε τα μάτια.

«Συγγενείς;»

«Ναι,» είπε το αγριογούρουνο. «Εγώ λέγομαι Άργκος. Και αυτές οι πέτρες… μεγαλώνουν όπου υπάρχει αρχαία μαγεία. Αν τις χρησιμοποιώ όλες μαζί… λάμπουν πολύ. Αν όμως τις μοιραστώ… γίνονται πιο ήρεμες.»

Ο Τιμόθεος χαμογέλασε.

«Δηλαδή… μπορούμε να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλο;»

Το αγριογούρουνο χαμήλωσε το κεφάλι.

«Ίσως… αν μου δείξετε ότι το δάσος σας χωρά κι εμένα.»

Ο Πίθηκος φώναξε:

«Ε, σίγουρα χωρά! Χωράει ακόμη και τον Ερμή — και είναι τεράστιος!»

Ο Ερμής ροθχχχ… γέλασε.

Ο Άργκος χαμογέλασε για πρώτη φορά.

Ο Άργκος πήρε τρεις μεγάλες, φωτεινές πέτρες και τις αφαίρεσε από τη φωλιά. Το φως έγινε πιο μαλακό. Ο ήλιος ξαναφάνηκε.

«Ευχαριστώ,» είπε το Ελαφάκι σιγανά. «Θα μπορούσε να έχει γίνει ζημιά στο δάσος.»

Ο Άργκος ένευσε.

«Τώρα που σας γνώρισα… ίσως να σας ξαναδώ.»

Ο Λότο τον κοίταξε με θαυμασμό.

«Χαίρομαι που… δεν φοβήθηκα πολύ.»

Ο Τιμόθεος του έδωσε ένα χτύπημα στην πλάτη.

«Ήσουν καταπληκτικός! Έκανες το πιο δύσκολο βήμα από όλους.»

Ο Ερμής κράτησε την Φωτεινή Πέτρα του παλιού μονοπατιού και την έφερε κοντά στις πέτρες του Άργκος.

Οι δύο λάμψεις… ένωσαν για μια στιγμή τα φώτα τους. Σαν να χαιρετούσαν η μία την άλλη.

Ο Ερμής ψιθύρισε:

«Κάτι πολύ παλιό ξυπνάει σε αυτό το δάσος.»

Και όλοι οι φίλοι κοίταξαν ο ένας τον άλλο.

Με θαυμασμό. Με δέος. Με λίγη αγωνία.

Αλλά και με μεγάλη ζεστασιά.

Γιατί τώρα ήξεραν… ότι το δάσος έχει πολλά μυστικά — και πολλά πλάσματα που περιμένουν να τα γνωρίσουν.


🌸 Ιστορία 5 — Το Λουλουδόξυλο και το Τραγούδι του Ανέμου

Το πρωινό στη Λιμνούλα ήταν γλυκό, ήρεμο, μα… κάπως διαφορετικό.

Τα ψαράκια έκαναν μικρές, στρογγυλές κινήσεις σαν να χαιρετούν, αλλά έμοιαζαν λίγο πιο αργά από το συνηθισμένο.

Ο Τιμόθεος πλησίασε πρώτος.

«Καλημέρα, μικρά μου! Σας λείπει κάτι;»

Τα ψαράκια έκαναν μια μικρή δίνη και σταμάτησαν.

Ο Ερμής έσκυψε, στηρίζοντας τη μαγκούρα του στο έδαφος.

«Ίσως… θέλουν απλώς τον Λότο σήμερα.»

Το Ελαφάκι τέντωσε τα αυτιά της.

«Πού είναι ο Λότο; Δεν ξύπνησε μαζί μας…»

Ο Πίθηκος κρεμάστηκε ανάποδα από ένα κλαδί.

«Τον είδα χθες το βράδυ να μαζεύει μικρές ρίζες. Μου είπε πως θέλει να τις φυτέψει πίσω από τη Φωτεινή Πέτρα. Ίσως πήγε εκεί.»

Ο Ερμής χαμογέλασε απαλά.

«Ο μικρός μας φίλος θέλει λίγη ηρεμία για να τακτοποιήσει τον χώρο του. Θα τον δούμε πάλι σύντομα.»

Αλλά τα ψαράκια συνέχιζαν να κινούνται παράξενα.

Ο Τιμόθεος έδειξε την επιφάνεια.

«Σαν να μας λένε κάτι, Ερμή…»

Ο ελέφαντας κοίταξε μακριά, προς το νότο.

«Ίσως ήρθε η ώρα να εξερευνήσουμε μια περιοχή που δεν έχουμε επισκεφθεί ποτέ… Το Λουλουδόξυλο.»

Το Ελαφάκι έλαμψε.

«Το δέντρο με τα λουλούδια που ανθίζουν όλη μέρα;»

«Ακριβώς. Αλλά ο δρόμος είναι δύσβατος. Χρειαζόμαστε βοήθεια.»

Ο Πίθηκος αναπήδησε.

«Βοήθεια από ποιον; Μη μου πεις…»

Ο Ερμής χαμογέλασε.

«Ναι. Από τον Άργκος.»


🪨 Συνάντηση με τον Άργκος

Η παρέα κατευθύνθηκε προς τα δυτικά.
Η φωλιά του Άργκος έλαμπε απαλά από μακριά.

Ο Άργκος ήταν έξω και τακτοποιούσε μεγάλες πέτρες.

«Άργκος!» φώναξε ο Τιμόθεος. «Θέλουμε τη βοήθειά σου!»

Το αγριογούρουνο γύρισε.

«Τι συμβαίνει;»

Ο Ερμής εξήγησε:

«Θέλουμε να φτάσουμε στο Λουλουδόξυλο. Μόνο εσύ ξέρεις το μονοπάτι μέσα από τους βράχους.»

Ο Άργκος χτύπησε τη γη με το πόδι του.

«Το ξέρω αυτό το μέρος. Είναι ήσυχο. Θα σας πάω.»

Ο Τιμόθεος πήδηξε χαρούμενος.

«Ευχαριστούμε, Άργκος!»


🌸 Το Λουλουδόξυλο

Το μονοπάτι κατέβαινε σε μια ήσυχη, πυκνή περιοχή του νότου.

Και τότε το είδαν.

Ένα τεράστιο δέντρο, με λουλούδια σε όλα τα κλαδιά.
Ροζ, λευκά, χρυσοκίτρινα… και όλα ανοιχτά, σαν να μην τα άγγιξε ποτέ η νύχτα.

Αλλά κάτι ήταν παράξενο.

Τα λουλούδια… κινούνταν.

Αργά.
Απαλά.
Σαν να ‘‘άκουγαν’’ κάτι.

Ο Πίθηκος έγειρε το κεφάλι.

«Μα δεν φυσάει…»

Ο Ερμής έκλεισε τα μάτια του.

«Αυτό είναι… το Τραγούδι του Ανέμου.»

Ένα μικρό, ροζ πέταλο έπεσε μπροστά τους.
Όταν άγγιξε το έδαφος, ακούστηκε ένα απαλό:

Ντιν…

Ο Τιμόθεος τινάχτηκε.

«Το άκουσες κι εσύ;»

Τα λουλούδια έγειραν όλα μαζί, δείχνοντας προς μια μικρή κοιλάδα.

Ο Άργκος είπε:

«Μας δείχνουν κατεύθυνση.»

Ο Ερμής χαμογέλασε.

«Δεν μας καλεί σε κίνδυνο. Μας καλεί… σε μελλοντική ανακάλυψη.»

Η παρέα δεν προχώρησε βαθιά.
Το δάσος έμοιαζε να τους λέει ότι δεν ήταν ακόμα η ώρα.


🌈 Επιστροφή

Στον δρόμο της επιστροφής, ο Άργκος περπατούσε πλάι τους ήρεμος.

«Χάρηκα που ήρθα μαζί σας,» είπε.

Το Ελαφάκι χαμογέλασε.

«Κι εμείς. Ελπίζουμε να ξαναπάμε παρέα.»

Όταν έφτασαν στη Λιμνούλα, τα ψαράκια χόρευαν ξανά χαρούμενα.

Ο Ερμής είπε ήσυχα:

«Σήμερα ακούσαμε μία νότα.
Το δάσος έχει κι άλλες… και θα τις βρούμε.»

Και κάπου στον νότο, ένα πέταλο του Λουλουδόξυλου λαμποκοπούσε σαν μικρή υπόσχεση.


🌟 Ιστορία 6 — «Το Μυστικό Παρελθόν του Τιμόθεου»

Το πρωινό στη Λιμνούλα έμοιαζε όπως όλα τα άλλα:
ο Πίθηκος είχε ήδη ανέβει στο πιο ψηλό κλαδί,
το Ελαφάκι έκανε μικρές κυκλικές διαδρομές γύρω από το νερό,
και τα ψαράκια… έλαμπαν απαλά σαν να τραγουδούσαν χωρίς ήχο.

Μόνο ένας έλειπε.

«Πού είναι ο Τιμόθεος;» ρώτησε το Ελαφάκι, ανήσυχο.

Ο Ερμής σήκωσε τη μαγκούρα του και κοίταξε προς τα δέντρα.
Είχαν περάσει ώρες από το πρώτο φως του ήλιου.

«Σήμερα δεν ξύπνησε με εμάς…» είπε σκεφτικά.

Τότε, ακούστηκε ένα απαλό παφ!, σαν κάτι να έπεσε στο νερό.
Και μετά…

Ρίπι-ρίπι-ρίπι!

Τα μικρά παπάκια που συνήθιζαν να έρχονται στη λιμνούλα εμφανίστηκαν, πασχίζοντας να κρατήσουν την ισορροπία τους.

Η μαμά πάπια έβγαλε μια βιαστική φωνή:

«Ερμή! Ερμή! Κάτι βρήκαμε… και νομίζω ότι είναι για τον Τιμόθεο!»

Τα παπάκια έσπρωχναν ένα μικρό, παλιό σακουλάκι από φύλλα.
Το έσυραν ως την άκρη της λιμνούλας.

Ο Ερμής έσκυψε και το άνοιξε προσεκτικά.

Μέσα υπήρχε:

  • ένα μικρό, ξεθωριασμένο κομμάτι υφάσματος, με ρίγες
  • ένα φτερό γερακιού, δεμένο με λεπτή κλωστή
  • και μια πέτρα. Όχι φωτεινή… αλλά χαραγμένη με έναν κυματιστό συμβολισμό.

Το Ελαφάκι ρώτησε ψιθυριστά:

«Αυτό… τι είναι;»

Η μαμά πάπια πήρε μια βαθιά ανάσα.

«Το βρήκαμε στη νότια όχθη, εκεί που το νερό γυρίζει μπλε όταν ο ήλιος είναι χαμηλά.
Και… νομίζω ότι ανήκει στον Τιμόθεο.»

Τα παπάκια συμφώνησαν όλα μαζί με μικρά πιπ-πιπ-πιπ!.

Οι φίλοι κοιτάχτηκαν.
Ο Ερμής έγνεψε.

«Πρέπει να τον βρούμε.»


🐾 Στο μονοπάτι της αποκάλυψης

Ο Τιμόθεος βρέθηκε όχι μακριά.
Καθόταν σε έναν βράχο, ήρεμος, αλλά με βλέμμα χαμένο στη σκέψη.

Όταν είδε την παρέα, χαμογέλασε.

«Καλημέρα! Συγγνώμη που άργησα, ξύπνησα με ένα… περίεργο όνειρο.»

Ο Ερμής άφησε το σακουλάκι μπροστά του.

Ο Τιμόθεος το κοίταξε — και πάγωσε.

Άγγιξε το κομμάτι υφάσματος.
Τα μάτια του μεγάλωσαν.

«Εγώ… έχω ξαναδεί αυτό το ύφασμα.»

Τα παπάκια κούνησαν τα κεφάλια τους με ενθουσιασμό.

«Το βρήκαμε κοντά στο ποτάμι! Στην παλιά όχθη!»

Ο Τιμόθεος σηκώθηκε αργά.

«Πριν έρθω εδώ… θυμάμαι νερό. Πολύ νερό. Και φτερά… σαν αυτό.»
Έδειξε το φτερό του γερακιού.

Ο Ερμής έγειρε το κεφάλι.

«Θες να πάμε εκεί; Να δούμε τι θα θυμηθείς;»

Ο Τιμόθεος πήρε μια βαθιά ανάσα.
«Ναι… νομίζω πως πρέπει.»


🦆 Τα παπάκια οδηγούν τον δρόμο

Τα παπάκια προπορεύτηκαν — κανείς δεν ήξερε το νερό καλύτερα από αυτά.

«Από εδώ! Από εδώ!» φώναζαν, κουνώντας ενθουσιασμένα τα μικρά φτερά τους.

Ακολούθησαν μια διαδρομή γεμάτη καλαμιές, ρηχά νερά και μικρά ρυάκια που έκαναν το δάσος να μυρίζει νοτισμένο χώμα.

Και τότε έφτασαν.

Μια ήρεμη όχθη, πιο πλατιά από τη λιμνούλα, με πέτρες λείες και φωτεινές.

Ο Τιμόθεος στάθηκε ακίνητος.

«Νομίζω… ότι εδώ… με βρήκατε.»

«Σε βρήκαμε;» έκανε ο Πίθηκος, γουρλώνοντας τα μάτια.

Ο Τιμόθεος έκλεισε για λίγο τα μάτια και άφησε τις μνήμες να ξυπνήσουν.


🌊 Μια μνήμη σαν νερό

Έβλεπε…

  • νερά βαθιά
  • φωνές από μακριά
  • φτερά γερακιού που κάλυπταν τον ουρανό
  • και τον εαυτό του — μικρότερο, πιο αδύναμο — να παρασύρεται από ένα δυνατό ρεύμα

«Έπεσα στο ποτάμι…» ψιθύρισε.
«Ένα μεγάλο κύμα με πήρε. Δεν ξέρω από πού ήρθα… αλλά ξέρω ότι το νερό με έφερε εδώ.»

Ο Πίθηκος σκούπισε τα μάτια του.

«Δηλαδή… σε έφερε το ποτάμι;»

«Ναι. Και… κάποιος με άγγιξε τότε.»

Τους κοίταξε όλους με απορία και ευγνωμοσύνη.

«Ήταν τα παπάκια.»

Τα παπάκια έκαναν ένα χαρούμενο στροβίλισμα μέσα στο νερό.

«Σε σπρώξαμε στη στεριά!» είπαν περήφανα.
«Η μαμά είπε πως ήσουν μόνος και φοβισμένος!»

Ο Τιμόθεος χαμήλωσε το βλέμμα.

«Θυμάμαι… μια απαλή φωνή. Μου είπε:
“Μη φοβάσαι, μικρέ. Εδώ θα βρεις φίλους.”»

Η μαμά-πάπια χαμογέλασε.

«Και μετά… εξαφανίστηκες μέσα στο δάσος. Ήσουν τόσο μικρός και ντροπαλός. Δεν ξέραμε αν θα σε ξαναδούμε.»

Ο Ερμής έβαλε τη μαγκούρα του στο έδαφος.

«Άρα… δεν γεννήθηκες εδώ.
Αλλά το δάσος σε διάλεξε.»


⭐ Μια υπόσχεση για το μέλλον

Ο Τιμόθεος κοίταξε τη λιμνούλα που καθρεφτιζόταν ανάμεσα στα δέντρα.

«Θέλω να μάθω από πού ήρθα.
Όχι γιατί νιώθω μόνος…
αλλά γιατί νιώθω ότι το ποτάμι θέλει να μου πει κάτι.»

Ο Ερμής χαμογέλασε.

«Και όταν θα είσαι έτοιμος… θα σε πάμε όλοι μαζί προς τον Βορρά.
Προς το Μεγάλο Ποτάμι.
Ίσως εκεί να μάθουμε την αρχή.»

Ο Πίθηκος σήκωσε το χέρι.

«Εγώ θα κουβαλήσω τα σνακ!»

Το Ελαφάκι πήδηξε με χαρά.

«Κι εγώ θα τρέχω μπροστά να βλέπω τον δρόμο!»

Τα παπάκια έκαναν μικρές πιτσιλιές.

«Κι εμείς… θα έρθουμε μαζί σου όταν χρειαστεί!
Το νερό μάς μιλάει. Ξέρουμε τα μυστικά του!»

Ο Τιμόθεος γέλασε, με μάτια που έλαμπαν λίγο από συγκίνηση.

«Ευχαριστώ… όλους σας.»

Και το νερό της όχθης έκανε ένα απαλό φλουπ
σαν να συμφωνούσε κι αυτό.


😄 Ιστορία 7 — «Το Τέρας που Φτερνιζόταν στη Φωλιά του Άργκος»

Το πρωινό στη Λιμνούλα ξεκίνησε αλλιώς:
Όχι με τραγούδια…
Όχι με βουτιές…
Αλλά με—

«ΑΑΑΑΑ-ΨΟΥΟΥΟΥ!»

Ένας τεράστιος ήχος, τόσο δυνατός που τρία φύλλα έπεσαν από τα δέντρα.

Ο Πίθηκος πήδηξε πάνω σε ένα κλαδί.

«Αυτό δεν ήταν αεράκι!» είπε σαστισμένος.

Οι δύο παπαγάλοι, που είχαν να εμφανιστούν πολλές μέρες, προσγειώθηκαν πανικόβλητοι.

«Ερμή! Πρέπει να έρθετε αμέσως!» φώναξαν μαζί.

«Στη φωλιά του Άργκος… υπάρχει… ΤΕΡΑΣ!»

Το Ελαφάκι τινάχτηκε.
«Τέρας; Δηλαδή… επικίνδυνο;»

Οι παπαγάλοι κούνησαν τα κεφάλια τους δεξιά–αριστερά με τόση δύναμη που φτερά τινάχτηκαν παντού.

«Όχι, όχι! Αστείο τέρας!
Αλλά… κάνει ζημιά!
Και φτερνίζεται ΠΟΛΥ.»

Ο Ερμής αναστέναξε.
«Ας πάμε να δούμε τι συμβαίνει.»


🐗 Στη φωλιά του Άργκος

Η παρέα έφτασε στη βραχώδη περιοχή.
Η φωλιά του Άργκος, φτιαγμένη από μαγικές πέτρες, έτρεμε σε κάθε—

«ΑΑΑΑΑ-ΨΟΥΟΥΟΥ!»

Ο Άργκος έτρεχε γύρω–γύρω, πανικόβλητος.

«Κάντε κάτι! ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ ΤΑ ΦΤΕΡΝΙΣΜΑΤΑ!
ΜΟΥ ΕΧΟΥΝ ΑΝΑΚΑΤΕΨΕΙ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΠΕΤΡΕΣ!»

Ο Τιμόθεος σήκωσε το χέρι ήρεμα.

«Τι… ακριβώς φτερνίζεται;»

Ο Άργκος έδειξε μέσα στη φωλιά.
«Αυτό… αυτό εκεί!»

Και τότε…

Από το σωρό με τις πέτρες ξεπρόβαλε ένα πλάσμα:

  • Ήταν στρογγυλό
  • Τριχωτό
  • Με τεράστια μύτη
  • Και τεράστιο χαμόγελο

Και πριν προλάβει κανείς να μιλήσει—

«ΑΑΑΑ-ΨΟΥΟΥΟΥ! ΠΡΙΚ! ΠΡΙΚ! ΠΡΙΚ!»

Τρεις πέτρες πετάχτηκαν στον αέρα,
έπεσαν στο κεφάλι του Πίθηκου,
και ο Πίθηκος έμεινε ακίνητος με ένα ύφος “Εγώ γιατί;”.

Το πλάσμα κουκουλώθηκε με την ουρά του και είπε με λεπτή φωνούλα:

«Συγγνώμηηη… έχω αλλεργία στη λάμψη των πετρών…»

Ο Ερμής πλησίασε.

«Και ποιος είσαι εσύ, μικρέ;»

Το πλάσμα τίναξε τη μύτη του.
«Είμαι… ο Φτερνιστούλης

Ο Πίθηκος γέλασε τόσο δυνατά που έπεσε από το κλαδί.
«Φτερνιστούλης;;;»

«Μην τον κοροϊδεύεις,» είπε το Ελαφάκι.
«Κι εγώ φταρνίζομαι στην γύρη.»

Ο Φτερνιστούλης σκούπισε τη μύτη του με το φτερό ενός παπαγάλου (ο παπαγάλος δεν το πρόλαβε αυτό).

«Εγώ… κοιμόμουν ήσυχα… αλλά αυτές οι πέτρες λάμπουν πολύ.
Με κάνουν να… ΑΑΑ—ψουου—»

Ο Άργκος έβαλε τα δύο πόδια στο κεφάλι του.
«Δεν αντέχω άλλοοο! Θα μου γκρεμίσει τη φωλιά!»


😂 Το αστείο σχέδιο της παρέας

Ο Τιμόθεος σκέφτηκε μια ιδέα.

«Γιατί δεν τον βοηθάμε να βρει ένα μέρος με… λιγότερη λάμψη;»

Ο Πίθηκος φώναξε:
«Ένα μέρος που δεν γυαλίζει!»

Ο Άργκος σκέφτηκε λίγο.
«Ε… λίγο πιο πέρα υπάρχει ένα Μεγάαααλο Λάκκο με… λάσπη.
Σκούρα. Μη λαμπερή.
Το τέρας δεν θα φτερνίζεται εκεί.»

Ο Φτερνιστούλης γούρλωσε τα μάτια με ενθουσιασμό.
«Λάσπη;! ΛΑΤΡΕΥΩ τη λάσπη!
Κάνει πλουφ-πλουφ

Ο Πίθηκος πήδηξε επάνω στον ώμο του Ερμή.
«Πάμε να σώσουμε τον Άργκος από τη μύξ— εεεεε… τους φταρνισμούς!»

Οι παπαγάλοι πέταξαν μπροστά.

«Από δω! Μόνο προσοχή! Έχει πολύ βρεγμένη γη!»


🟤 Ο Μεγάλος Λασπόλακκος

Φτάνοντας στο σημείο, το πλάσμα άρχισε να τρέχει.

«ΛΑΣΠΗΗΗ!» φώναξε.

Και…

ΠΛΟΥΦ!

Έπεσε με φόρα μέσα και χάθηκε τελείως.
Η παρέα πάγωσε.

Μετά από 2 δευτερόλεπτα…

«ΓΕΙΑ ΣΑΑΑΑΣ!»

Πετάχτηκε ξανά, καλυμμένος μέχρι τα αυτιά με λάσπη, και…
δεν φτερνίστηκε.

«Νιώθω ΤΕΛΕΙΑ!
Η λάσπη μου κλείνει τη μύτη!
Δεν φτερνίζομαι πια!»

Ο Άργκος ξαναβρήκε το χρώμα του.
«Δόξα στο δάσος…
ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ!»

Οι παπαγάλοι πετούσαν γύρω–γύρω χαρούμενοι.
Το Ελαφάκι γελούσε.
Ο Πίθηκος βούτηξε το χέρι του στη λάσπη και έβαλε μια “μουσούδα” λάσπης στον Τιμόθεο.

«Τώρα είσαι τίγρης της Λασπουχώρας!» είπε.

Ο Τιμόθεος χαμογέλασε μέχρι τα αυτιά.


⭐ Ένα νέο φίλος… ίσως

Ο Φτερνιστούλης κάθισε μέσα στη λάσπη σαν βασιλιάς.

«Μπορώ να μείνω εδώ;
Δεν θέλω να ενοχλώ τον Άργκος…
αλλά… μου αρέσει να είμαι κοντά σας!»

Ο Άργκος τον κοίταξε… και για πρώτη φορά χαμογέλασε πλατιά.

«Άκου, μικρέ.
Αν δεν φτερνίζεσαι…
Τότε…
Ναι.
Μπορείς να μείνεις εδώ δίπλα στη φωλιά μου.»

Οι παπαγάλοι χειροκρότησαν με τα φτερά τους.

Ο Φτερνιστούλης βούτηξε ξανά στη λάσπη πανευτυχής.


🌈 Επίλογος

Στην επιστροφή, ο Πίθηκος είπε:

«Και ποιος θα το περίμενε…
Ότι το “τέρας” ήταν απλώς…
ένας αλλεργικός μπαλούφος!»

Όλοι γέλασαν.
Ακόμη και ο Ερμής — που σπάνια γελούσε δυνατά.

«Η μέρα ήταν παράξενη…
αλλά καλή,» είπε.

Και οι παπαγάλοι φώναξαν από ψηλά:

«Θα τα λέμε πιο συχνά!
Δεν θα ξαναχαθούμε!»

Η παρέα χαμογέλασε. Γιατί κάθε μέρα στο δάσος… φέρει και μια αστεία έκπληξη.


🌟 Ιστορία 8 — «Το Μυστικό Τραγούδι των Φωτεινών Πετρών»

Ιστορία 8

Το πρωινό στη Λιμνούλα ήταν πιο φωτεινό από άλλα πρωινά. Όχι επειδή ο ήλιος έλαμπε περισσότερο… αλλά επειδή η Φωτεινή Πέτρα που κρατούσε ο Λότο στο μικρό του σάκο άστραφτε από μόνη της.

Ο Ερμής πλησίασε και την κοίταξε προσεκτικά.

«Σήμερα… είναι ανήσυχη», είπε σιγανά.

Ο Τιμόθεος τινάχτηκε ενθουσιασμένος. «Ίσως θέλει να μας πει κάτι!»

Πριν προλάβουν να πουν άλλη κουβέντα—

ΜΠΡΟΥΦ-ΑΑΑΑΑ-ΨΟΥΟΥΟΥ!

Από τη δυτική πλευρά ακούστηκε ένα τεράστιο φτέρνισμα.

Οι παπαγάλοι προσγειώθηκαν λαχανιασμένοι.

«Ελάτε γρήγορα! Ο Άργκος… και ο Φτερνιστούλης… χρειάζονται βοήθεια!»

Ο Ερμής κατένευσε. «Πάμε.»


🐗 Στη Φωλιά του Άργκος

Όταν η παρέα έφτασε, η σκηνή ήταν χαοτική.

Οι μαγικές πέτρες του Άργκος έτρεμαν. Ο Άργκος προσπαθούσε να τις κρατήσει στη θέση τους. Και ο Φτερνιστούλης…

«ΑΑΑ—ΨΟΥΟΥΟΥ!»

Μια πέτρα εκτοξεύτηκε και προσγειώθηκε στην ουρά του Πίθηκου.

«Γιατίιιι εγώωωω;» ούρλιαξε ο Πίθηκος.

Ο Φτερνιστούλης βούτηξε στη λάσπη. «Συγγνώμη… αλλά αυτές οι πέτρες σήμερα… λάμπουν πιο πολύ από ποτέ! Με κάνουν να… ΑΑΑΑ—»

«Κράτα τη μύτη σου!» φώναξε ο Άργκος.

Ο Λότο πλησίασε. Η δική του Φωτεινή Πέτρα άρχισε να λαμπυρίζει δυνατά.

«Ερμή… νομίζω ότι… η δική μου πέτρα αντιδρά…»

Ο Ερμής έγειρε το κεφάλι. «Αυτό δεν είναι τυχαίο.»

Και τότε… όλες οι πέτρες —του Άργκος και του Λότο— άρχισαν να εκπέμπουν έναν βελούδινο, βαθύ ήχο, σαν τραγούδι.

Οοοοοουυυυμ…

Ο Φτερνιστούλης σταμάτησε να φτερνίζεται. Η παρέα έμεινε ακίνητη.

Ο Τιμόθεος ψιθύρισε:

«Το… ακούτε κι εσείς;»

Ο Ερμής είπε:

«Οι πέτρες… μιλάνε η μία στην άλλη.»


✨ Το Ίχνος του Φωτός

Ξαφνικά, ένας μεγάλος βράχος στη φωλιά του Άργκος άνοιξε σαν πόρτα. Μια αχτίδα φωτός ξεπήδησε από μέσα, δείχνοντας ένα μονοπάτι που δεν υπήρχε πριν.

Η πέτρα του Λότο έλαμψε. «Μας δείχνει δρόμο…»

Ο Άργκος αναστέναξε. «Δεν έχω μπει ποτέ εκεί μέσα.»

Ο Πίθηκος αναπήδησε. «Μυστικό μονοπάτι; Εγώ πάω!»

«Πάμε όλοι μαζί», είπε ο Ερμής.


🪨 Στο Εσωτερικό των Βράχων

Το μονοπάτι ήταν γεμάτο μικρές φωτεινές πέτρες που έλαμπαν σαν ψιθυριστά αστέρια.

Το Ελαφάκι πλησίασε τον Άργκος. «Είναι λίγο… μαγικό, έτσι;»

Ο Άργκος έγνεψε. «Πολύ περισσότερο από όσο πίστευα.»

Στο τέλος του μονοπατιού βρισκόταν μια μεγάλη πέτρα, πιο λαμπερή από όλες.

Η πέτρα του Λότο άρχισε να πάλλεται.

Πινγκ… πινγκ… πινγκ…

Ο Φτερνιστούλης κάλυψε τη μύτη.

«Ωωωχ… νομίζω θα… Ααα… Ααα…»

Αλλά δεν φτερνίστηκε.

«Περίεργο… αυτή η πέτρα δεν με πειράζει…»

Ο Ερμής άγγιξε την μεγάλη πέτρα.

Και τότε… μία απαλή φωνή —ούτε αντρική ούτε γυναικεία— αντήχησε στο μυαλό όλων.

«Καλώς ήρθατε… μικροί φίλοι του δάσους.»

Όλοι ταράχτηκαν.

«Μίλησε;!» είπε ο Τιμόθεος.

«Δεν είμαι ζωντανή όπως εσείς… είμαι μνήμη. Μια μνήμη πολύ παλιά.»

Ο Ερμής ρώτησε:

«Μνήμη… τίνος;»

Η πέτρα φώτισε το δωμάτιο.

«Οι φωτεινές πέτρες δεν είναι μόνο φως. Είναι θραύσματα μιας αρχαίας μαγείας. Φτιαγμένες για να καθοδηγούν, να προστατεύουν, και να ξυπνούν όταν ο κόσμος χρειάζεται ισορροπία.»

Ο Λότο έσφιξε την πέτρα του. «Γι' αυτό με έκανε να νιώθω ασφαλής…»

«Ναι, μικρέ Λότο. Κάθε πλάσμα που ψάχνει σπίτι… τις νιώθει.»

Ο Φτερνιστούλης σήκωσε το χέρι.

«Και εγώ γιατί φτερνίζομαι;»

«Γιατί έχεις μέσα σου λίγη από την παλιά μαγεία. Οι πέτρες… σε ξυπνούν.»

Ο Φτερνιστούλης άνοιξε διάπλατα τα μάτια. «ΕΓΩ;;; Έχω μαγεία;!»

Η πέτρα σκιαγράφησε έναν χάρτη στο έδαφος. Πέρα από το Μεγάλο Ποτάμι… ένα μονοπάτι οδηγούσε βόρεια.

«Η πηγή αυτής της μαγείας… βρίσκεται πολύ μακριά. Και μια μέρα… κάποιοι από εσάς θα πρέπει να φτάσουν εκεί.»

Ο Τιμόθεος ψιθύρισε:

«Το… Αιθερόφωτο…»

Η πέτρα έβγαλε μια απαλή τελευταία λάμψη.

«Όχι σήμερα. Αλλά σύντομα… θα ακούσετε ξανά το τραγούδι μας.»


🌈 Επιστροφή στη Λιμνούλα

Έξω, ο ήλιος έλαμπε κανονικά.

Ο Φτερνιστούλης πήρε μια βαθιά ανάσα.

«Δεν φτερνίζομαι πια! Νομίζω… οι πέτρες και εγώ… τα βρήκαμε.»

Ο Άργκος γέλασε. «Καλωσήρθες στη λάμψη, μικρέ.»

Ο Τιμόθεος κοίταξε την παρέα. «Μας περιμένουν πολλές περιπέτειες ακόμα…»

Ο Ερμής χαμογέλασε. «Και το δάσος θα μας δείχνει πάντα τον δρόμο.»

Τα ψαράκια έκαναν έναν φωτεινό κύκλο — σαν χειροκρότημα.

Και κάπου βαθιά μέσα στους βράχους… η μεγάλη πέτρα έκανε ένα τελευταίο:

«Ντιν…»


🌸 Ιστορία 9 — «Η Κοιλάδα που Ψιθύριζε»

Ιστορία 9

Το πρωινό στη Λιμνούλα ήταν ήσυχο… σχεδόν υπερβολικά ήσυχο. Τα ψαράκια κινούνταν αργά, σαν να περίμεναν κάτι. Ο Τιμόθεος τα παρατήρησε πρώτος.

«Μοιάζουν σαν να ακούν μουσική… αλλά δεν υπάρχει μουσική!»

Ο Ερμής ακούμπησε τη μαγκούρα στο νερό.

«Ίσως ακούνε κάτι που εμείς δεν ακούμε.»

Ο Λότο πλησίασε κρατώντας τη μικρή Φωτεινή Πέτρα. Ήταν πιο απαλή σήμερα, σαν να έτρεμε ελαφρά.

«Νομίζω… κάτι θέλει να μας δείξει.»

Τότε οι παπαγάλοι προσγειώθηκαν γρήγορα.

«Ερμή! Κάτι περίεργο γίνεται στο Νότο! Το Λουλουδόξυλο… κινείται μόνο του!»

Το Ελαφάκι αναπήδησε.

«Κινείται;!»

Ο Ερμής χαμογέλασε ήσυχα.

«Ίσως… να ήρθε η στιγμή να δούμε ξανά εκείνη την κοιλάδα που μας έδειξαν τα πέταλα.»


🌿 Πίσω στο Λουλουδόξυλο

Το μονοπάτι προς τη Νότια Ζώνη ήταν ηλιόλουστο και ήρεμο. Ο Άργκος και ο Φτερνιστούλης ενώθηκαν με την παρέα στη μέση της διαδρομής.

«Είδα το δέντρο από μακριά», είπε ο Άργκος. «Τα λουλούδια έγερναν προς την κοιλάδα… όλα μαζί. Αυτό δεν το έχω ξαναδεί.»

Ο Πίθηκος γέλασε. «Ναι, γιατί συνήθως εσύ κοιτάς μόνο τις πέτρες σου!»

Ο Φτερνιστούλης βούτηξε σε έναν μικρό λάκκο μόνο και μόνο για να είναι σίγουρος ότι δεν θα φτερνιστεί.

«Εγώ πάω όπου πάει η λάσπη!»

Φτάνοντας στο Λουλουδόξυλο, η εικόνα ήταν μαγευτική:

Τα λουλούδια του κινούνταν όλα προς μία κατεύθυνση — τη μικρή, ήσυχη κοιλάδα που τους είχε δείξει το πέταλο στην Ιστορία 5.

Και τότε συνέβη κάτι νέο.

Ένα λεπτό, σχεδόν αόρατο ρεύμα αέρα πέρασε ανάμεσά τους.

Κανείς δεν το ένιωσε με το δέρμα του.

Αλλά τα λουλούδια… έκαναν μια ολόκληρη αρμονία.

Σαν ύμνο.

«Ντιν—νταααα—ντιν…»

Ο Τιμόθεος άνοιξε τα μάτια του διάπλατα.

«Αυτό δεν το είχαμε ξανακούσει!»

Ο Ερμής μισόκλεισε τα μάτια.

«Είναι σαν… απάντηση στο τραγούδι των πετρών.»


🌼 Η Κοιλάδα που Ψιθύριζε

Μπαίνοντας μέσα στην κοιλάδα, πρόσεξαν ότι ήταν πιο δροσερή απ' όσο θυμόντουσαν. Το έδαφος είχε μικρές λαμπερές κουκκίδες — σαν ίχνη φωτεινής γύρης.

Ο Άργκος χαμήλωσε το κεφάλι του.

«Περίεργο… η λάμψη τους μοιάζει με τις δικές μου πέτρες… αλλά πιο απαλές.»

Ο Φτερνιστούλης πλησίασε μία κουκίδα.

«Μηηη… φτερνιστώ…»

Δεν φτερνίστηκε.

«Ε;! Αυτές δεν με πειράζουν!»

Ο Λότο άγγιξε τη δική του πέτρα. Άρχισε να λάμπει… αλλά όχι με τον τρόπο που το έκανε στη φωλιά του Άργκος.

Τώρα έλαμπε με ροζ και χρυσαφένιες αναλαμπές — όπως τα πέταλα του Λουλουδόξυλου.

Ο Τιμόθεος ψιθύρισε:

«Σαν να… μιλάνε μεταξύ τους.»

Και τότε…

Ακριβώς στο κέντρο της κοιλάδας, το έδαφος έκανε έναν μικρό δονητικό ήχο:

«Οοοοοουυυυμ…»

Ο Ερμής πάγωσε.

«Αυτός είναι ο ίδιος ήχος με τις πέτρες!»

Σιγά–σιγά, από το έδαφος ξεπρόβαλε κάτι.

Όχι πέτρα.

Όχι λουλούδι.

Ένα μικρό, κρυστάλλινο μπουμπούκι.

Δεν ήταν φυτεμένο — έμοιαζε να αναδύεται από μόνο του.


✨ Το Κρυστάλλινο Μπουμπούκι

Το μπουμπούκι έβγαζε έναν απαλό, παλμικό ήχο. Η Φωτεινή Πέτρα του Λότο απάντησε με ένα χαμηλό:

«Πινγκ…»

Τα λουλούδια του Λουλουδόξυλου έγειραν προς αυτό.

Ο Άργκος ψιθύρισε:

«Τι… είναι αυτό το πράγμα;»

Ο Ερμής έβαλε το χέρι του πάνω από το μπουμπούκι, χωρίς να το αγγίξει.

«Δεν είναι πέτρα. Δεν είναι λουλούδι. Είναι… κάτι ανάμεσα.»

Ο Φτερνιστούλης το μύρισε διστακτικά.

«Μμμ… μυρίζει σαν… βροχή που έρχεται!»

Ο Πίθηκος χτύπησε τα χέρια.

«Ναιααα! Μυρίζει φρέσκο!»

Ο Ερμής έμεινε σκεπτικός.

«Φίλοι μου… νομίζω πως βλέπουμε την πηγή ενός παλιού δεσμού: τη σύνδεση ανάμεσα στη μαγεία των πετρών… και στο Τραγούδι του Ανέμου.»

Το Ελαφάκι πλησίασε.

«Δηλαδή… η μαγεία του δάσους… συνεργάζεται; Δεν είναι μία;»

Ο Ερμής χαμογέλασε.

«Το δάσος είναι ζωντανό, παιδί μου. Και όλες οι μορφές του μιλούν μεταξύ τους.»

Το μπουμπούκι άνοιξε λίγο περισσότερο. Μία απαλή λάμψη βγήκε από μέσα.

Και τότε — σαν να μιλούσε απευθείας στο μυαλό τους — άκουσαν έναν ψίθυρο:

«Όταν φύση και φως ενωθούν… το μονοπάτι θα ανοίξει.»

Ο Τιμόθεος κοίταξε τον Ερμή.

«Τι σημαίνει αυτό;»

Ο Ερμής χαμογέλασε.

«Σημαίνει… ότι το δάσος μάς οδηγεί ένα βήμα πιο κοντά στο μυστικό του.»


🌈 Επιστροφή

Φεύγοντας από την κοιλάδα, το κρυστάλλινο μπουμπούκι ξαναέκλεισε απαλά — σαν να ήθελε χρόνο να μεγαλώσει.

Ο Λότο το κοίταξε πίσω του.

«Νομίζετε… ότι μια μέρα θα γίνει μεγάλο;»

«Νομίζω πως θα γίνει ό,τι χρειάζεται να γίνει», είπε ο Ερμής.

Ο Άργκος έγειρε προς τον Φτερνιστούλη.

«Και εσύ… δεν φτερνίστηκες ούτε μία φορά σήμερα.»

Ο Φτερνιστούλης φούσκωσε από περηφάνια.

«Ναι! Μόνο όταν βλέπω πολύ φως… αλλά εδώ… το φως είναι μαλακό. Σαν αγκαλιά.»

Ο Τιμόθεος γέλασε.

«Το δάσος σε συμπαθεί, Φτερνιστούλη.»

Ο Φτερνιστούλης κοκκίνισε κάτω από τη λάσπη.

«Κι εγώ το συμπαθώ.»

Τα ψαράκια στη Λιμνούλα χόρευαν ξανά όπως πάντα. Αλλά αυτή τη φορά… πιο ρυθμικά.

Σαν να χόρευαν σε έναν νέο, μαγικό σκοπό.

Και κάπου στη Νότια Κοιλάδα… το μικρό μπουμπούκι άστραφτε, έτοιμο να ξυπνήσει ξανά όταν το δάσος το θελήσει.


🌟 Ιστορία 10 — «Η Φωτεινή Φωλιά στο Παλιό Μονοπάτι»

Ιστορία 10

Το πρωινό στη Λιμνούλα φαινόταν ήσυχο αλλά όχι εντελώς συνηθισμένο. Τα ψαράκια δεν χόρευαν όπως κάθε μέρα· κολυμπούσαν αργά, σχηματίζοντας μια λεπτή γραμμή προς την Ανατολή.

Ο Τιμόθεος έσκυψε πάνω από το νερό. «Σήμερα… δεν χορεύουν, Ερμή. Μοιάζουν σαν να δείχνουν κατεύθυνση.»

Ο Ερμής ακούμπησε τη μαγκούρα στο έδαφος. «Προς το Παλιό Μονοπάτι… Εκεί όπου βρήκαμε τη Φωτεινή Πέτρα.»

Ο Λότο έβγαλε τη μικρή του πέτρα από το σακουλάκι. Η πέτρα έλαμπε απαλά, με μια χρυσή ανατολίτικη λάμψη.

Ο Πίθηκος κρεμάστηκε ανάποδα. «Δηλαδή… πάμε βόλτα; Αν πάμε βόλτα, εγώ είμαι έτοιμος!»

Το Ελαφάκι έγειρε τα αυτιά του. «Πάλι στο Παλιό Μονοπάτι; Λίγο με φοβίζει… αλλά μ' αρέσει κιόλας.»

Οι Παπαγάλοι προσγειώθηκαν ενθουσιασμένοι. «Θα πετάμε από πάνω σας και θα βλέπουμε τα πάντα!»

Ο Ερμής χαμογέλασε. «Σήμερα… το δάσος θέλει να μας δείξει κάτι παλιό. Πάμε, λοιπόν.»


🌿 Προς το Παλιό Μονοπάτι

Το δάσος στην Ανατολή ήταν πιο πυκνό και πιο αθόρυβο. Ο Λότο κρατούσε σφιχτά τη Φωτεινή Πέτρα, σχεδόν προστατευτικά.

«Την ημέρα που σας γνώρισα… κοιμόμουν πίσω από αυτήν την πέτρα,» είπε. «Με έκανε να νιώθω ότι δεν είμαι τελείως μόνος.»

Ο Πίθηκος πήδηξε δίπλα του. «Τώρα δεν είσαι μόνος! Αλλά… άσε την πέτρα σε εσένα, γιατί εγώ μάλλον θα την έκανα μπαλάκι.»

Ο Λότο χαμογέλασε ντροπαλά.

Σύντομα έφτασαν στο σημείο όπου είχε βρεθεί η πέτρα. Οι ρίζες εκεί έμοιαζαν σαν να είχαν κάνει χώρο για κάτι που κάποτε ξεκουραζόταν ανάμεσά τους.

Ο Λότο άγγιξε το σημείο. «Εδώ… ήταν το σπίτι μου για καιρό. Κι άκουγα έναν ήχο… σαν ψίθυρο. Σαν κάποιος να μου έλεγε ότι μια μέρα δεν θα είμαι πια μόνος.»

Η Φωτεινή Πέτρα άρχισε να πάλλεται.

«Τιν… Τιν… Τιν…»

Ο Ερμής κοίταξε προσεκτικά το έδαφος. «Κάτι υπάρχει πιο πέρα. Κάτι που περίμενε να το δούμε.»

Με τη μαγκούρα του μετακίνησε λίγο χώμα. Μια επίπεδη πέτρα αποκαλύφθηκε, με μια χαραγμένη καμπύλη γραμμή.

Ο Λότο ένιωσε την πέτρα του να ζεσταίνεται. «Νομίζω πρέπει να την ακουμπήσω εδώ…»

Την άφησε απαλά πάνω στη χαραγμένη πλάκα.


✨ Η κρυφή είσοδος

Η χαραγμένη γραμμή φωτίστηκε. Το φως ανέβηκε στα δύο κοντινά δέντρα και σχημάτισε ανάμεσά τους ένα απαλό, φωτεινό τόξο.

Ο Πίθηκος έμεινε με το στόμα ανοιχτό. «Μόλις άνοιξε… κάτι!»

Ο Ερμής χαμογέλασε. «Όχι κάτι καινούργιο. Κάτι που ήταν πάντα εδώ… αλλά κρυμμένο.»

Οι Παπαγάλοι μπήκαν πρώτοι. «Από εδώ το φως είναι μαλακό!»

Ο Τιμόθεος προχώρησε. «Αν δεν πάμε, πώς θα μάθουμε;»

Ένας–ένας, όλοι πέρασαν κάτω από το φωτεινό τόξο.


🏛️ Η Φωτεινή Φωλιά

Πίσω από το τόξο βρισκόταν ένα κυκλικό ξέφωτο. Γύρω–γύρω, χαμηλά πεζούλια από ανοιχτόχρωμη πέτρα σχημάτιζαν μικρά ράφια, και πάνω τους υπήρχαν θαμπές, ήρεμες πέτρες — σαν λουλούδια που κοιμούνταν.

Στο κέντρο, μια μεγαλύτερη πέτρα ήταν βυθισμένη στο έδαφος.

Ο Λότο ψιθύρισε: «Μοιάζει… με φωλιά. Μια φωλιά για πέτρες.»

Ο Ερμής έγνεψε. «Νομίζω ότι αυτή είναι μια παλιά Φωτεινή Φωλιά. Ένα μέρος όπου οι πέτρες ξεκουράζονταν.»

Η Φωτεινή Πέτρα του Λότο έλαμψε δυνατά.

«Ντιιιν…»

Οι κοιμισμένες πέτρες τρεμόπαιξαν. Το ξέφωτο έμοιαζε να «θυμάται».

Μια απαλή πνοή — σαν ψίθυρος — ακούστηκε σε όλους:

«Μικρή πέτρα… έλειπες για καιρό. Γύρισες όχι για να μείνεις, αλλά για να θυμίσεις ότι η φωλιά μας ζει ακόμη.»

Ο Λότο έμεινε ακίνητος. «Δηλαδή… δεν χρειάζεται να αφήσω την πέτρα εδώ;»

Ο ψίθυρος συνέχισε:

«Η θέση της είναι τώρα δίπλα σε καρδιές που την αγαπούν. Αλλά θα επιστρέφει εδώ… όταν χρειαστεί να ξυπνήσει η μνήμη.»

Ο Τιμόθεος χαμογέλασε. «Άρα… η οικογένειά της είναι εδώ, αλλά η δική σου είμαστε εμείς.»

Ο Λότο ένιωσε τα μάτια του να υγραίνονται.


🗺️ Ένα σημάδι προς τον Βορρά

Στην πλαϊνή πλευρά του κεντρικού πεζουλιού, ο Πίθηκος είδε ένα σκαλιστό σχέδιο:

  • ένας κύκλος,
  • μια λεπτή γραμμή που έφευγε προς τα πάνω,
  • κι ένα μικρό σύμβολο σαν κυματιστό ποτάμι.

Η Χελώνα ψιθύρισε: «Σαν… χάρτης.»

Ο Τιμόθεος ένιωσε την καρδιά του να χτυπά. «Μοιάζει με δρόμο που πάει προς το Μεγάλο Ποτάμι… προς τον Βορρά.»

Η απαλή πνοή είπε:

«Κάποτε οι πέτρες φύλαγαν αυτόν τον δρόμο. Τώρα είναι ήσυχος… αλλά όχι ξεχασμένος.»

Ο Λότο κοίταξε τον Τιμόθεο. «Ίσως η πέτρα μου ξέρει κάτι για το ποτάμι σου.»

Ο Ερμής είπε: «Σήμερα μάθαμε μόνο ότι το μονοπάτι υπάρχει. Όχι ότι πρέπει να το πάρουμε τώρα.»


🌈 Επιστροφή στη Λιμνούλα

Το φωτεινό τόξο έσβησε ήρεμα πίσω τους. Όταν επέστρεψαν στη Λιμνούλα, ο ήλιος έδυε και το νερό έλαμπε χρυσαφένιο.

Τα ψαράκια έκαναν μικρούς, χαρούμενους κύκλους.

Ο Πίθηκος κούνησε τα πόδια του μέσα στο νερό. «Λέω να κάνουμε νέο κανόνα: κάθε φορά που βρίσκουμε κάτι μαγικό… στο τέλος της μέρας, γιορτή στη Λιμνούλα!»

Το Ελαφάκι γέλασε. «Συμφωνώ!»

Ο Λότο κάθισε δίπλα στον Ερμή. «Η πέτρα μου… έχει πολλές φωλιές. Αλλά εγώ… έχω μόνο μία. Την παρέα μου.»

Ο Ερμής άγγιξε απαλά το κεφάλι του. «Και η θέση σου εδώ δεν θα αδειάσει ποτέ.»

Ο Τιμόθεος ξάπλωσε και κοίταξε τον ουρανό που ροδίζε. «Μια μέρα… θα πάρουμε τον δρόμο προς τον Βορρά. Αλλά σήμερα… είμαστε εδώ.»

Τα ψαράκια έκαναν έναν φωτεινό κύκλο, σαν χειροκρότημα.

Και το δάσος έμεινε ήρεμο, σαν να τους έλεγε: «Έχετε χρόνο. Έχετε δρόμους. Έχετε ο ένας τον άλλο.»